Monday, February 19, 2007

Albert Fish: Η επιτομή της διαστροφής (I)


Υπάρχουν λίγοι δολοφόνοι στην αμερικανική ιστορία, που μνημονεύονται σήμερα ως τόσο διαταραγμένοι και δαιμονικοί, όσο ο φαινομενικά ευγενής και άκακος Albert Fish. Έμοιαζε με τον αγαπημένο παππού κάθε παιδιού, αλλά πίσω από την ευγενική του όψη και τα ασημένια του μαλλιά και μουστάκι, παραφύλαγε ένα ειδεχθές τέρας, που κυνηγούσε τα μικρά και αθώα θύματά του με τα τρομακτικά «εργαλεία» του: έναν μπαλτά, ένα χασαπομάχαιρο και ένα πριόνι. Όπως ο ίδιος ομολόγησε, είχε κακοποιήσει πάνω από 400 παιδιά σε περίοδο 20 χρόνων και, όπως το διατύπωσε ένας από τους σοκαρισμένους ψυχιάτρους που το εξέτασαν «έζησε μια ζωή απαράμιλλης διαστροφής». Ο Albert Fish παραμένει ο γηραιότερος άνθρωπος που πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα, αν και το τέλος του ήρθε πολύ αργότερα από αυτό πολλών θυμάτων του.

Μετά τη σύλληψή του, ο Fish θα έριχνε το φταίξιμο για τα εγκλήματά του στις συνθήκες της παιδικής του ηλικίας. Αν και οι πρόγονοί του είχαν αγωνιστεί στην Αμερικανική Επανάσταση, ο Fish εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε μικρή ηλικία και κλείστηκε σε ορφανοτροφείο, όπου είχε και τις πρώτες του εμπειρίες από βίαιες και σαδιστικές πράξεις. Γεννήθηκε το 1870 στη Washington και αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε έξι παιδιά. Απέκτησε τη βασική εκπαίδευση και κυρίως εργαζόταν σε χειρωνακτικές δουλειές. Είναι πιθανό η ψύχωσή του να είχε εκδηλωθεί νωρίτερα, αν και σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός από τα παιδιά του, η περίεργη και απρόβλεπτη συμπεριφορά του δεν είχε βγει στην επιφάνεια, μέχρι τον Ιανουάριο του 1917. Εκείνη την εποχή η σύζυγός του τον εγκατέλειψε για έναν εργάτη, τον John Straube, ο οποίος νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι των Fish. Ο Fish επέστρεψε σπίτι του από τη δουλειά μια μέρα, και βρήκε τη γυναίκα του φευγάτη και το σπίτι άδειο από έπιπλα.

Η κ. Fish ήταν και η ίδια κάπως περίεργη. Κάποια στιγμή επέστρεψε στον Fish, μαζί με τον Straube, και ρώτησε τον Fish αν μπορούσαν να μείνουν όλοι μαζί. Εκείνος της απάντησε ότι η ίδια ήταν ευπρόσδεκτη, όχι όμως και ο εραστής της. Εκείνη συμφώνησε και έδιωξε τον Straube, για να αποκαλυφθεί από τον Fish αργότερα ότι τον είχε εγκαταστήσει στη σοφίτα του σπιτιού!! Ο Fish της είπε ξανά ότι εκείνη μπορούσε να μείνει στο σπίτι αλλά ο Straube έπρεπε να φύγει. Τελικά έφυγαν και οι δύο και κανείς στην οικογένεια δεν ξανάκουσε γι’ αυτούς.

Wisteria Cottage

Λίγο καιρό μετά, ο Fish άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ περίεργα. Πήγαινε συχνά με τα παιδιά του στο εξοχικό της οικογένειας, το Wisteria Cottage, στην κομητεία του Westchester στη Νέα Υόρκη, όπου τον έβλεπαν έντρομα να σκαρφαλώνει στην κορφή ενός κοντινού λόφου, να σηκώνει οργισμένος τη γροθιά του στον ουρανό και να ουρλιάζει ακατάπαυστα: «Είμαι ο Χριστός!». Ο πόνος έδειχνε να τον ευχαριστεί, είτε τον αισθανόταν ο ίδιος, είτε τον προκαλούσε σε άλλους. Εύρισκε ευχαρίστηση στο να μαστιγώνεται και να χτυπιέται με ένα κουπί. Ενθάρρυνε τόσο τα δικά του, όσο και τα παιδιά των γειτόνων να τον χτυπούν με το κουπί στους γλουτούς μέχρι να ματώσουν. Αρκετές φορές πάνω στο πλατύ μέρος του κουπιού υπήρχαν καρφιά. Επίσης είχε χώσει στο σώμα του έναν μεγάλο αριθμό από βελόνες, τις περισσότερες από αυτές στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, και έκαιγε συνεχώς τον εαυτό του με πυρωμένα σίδερα και τσιμπίδες. Συνήθιζε να απαντά σε αγγελίες χήρων γυναικών που αναζητούσαν σύζυγο. Οι επιστολές του –46 από τις οποίες προσκομίστηκαν στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία- ήταν τόσο αρρωστημένες και χυδαίες, που η κατηγορούσα αρχή αρνήθηκε να τις δώσει στη δημοσιότητα. Βασικά ο Fish έγραφε στις κυρίες ότι δεν τον ενδιέφερε ο γάμος, αλλά η θέλησή τους να τον χτυπούν. Καμία από τις γυναίκες δεν δέχτηκε τις προτάσεις του.

Ακτινογραφία της περιοχής των γεννητικών οργάνων του Fish. Φαίνονται καθαρά οι βελόνες .

Τις νύχτες με πανσέληνο ο Fish, όπως κατέθεσαν αργότερα τα παιδιά του, κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες ωμού κρέατος. Με την πάροδο των χρόνων συγκέντρωσε άφθονο υλικό σχετικό με τον κανιβαλισμό και κουβαλούσε τα πιο μακάβρια άρθρα επάνω του, όπου και αν πήγαινε. Πριν ακόμα στραφεί στο φόνο, ο Fish είχε εξεταστεί από τους ψυχιάτρους του Bellevue και είχε αφεθεί ελεύθερος με τη διάγνωση «διαταραγμένος αλλά με σώας τας φρένας».

Το πότε και που ο Fish έγινε δολοφόνος για πρώτη φορά είναι άγνωστο. Ομολόγησε έξι φόνους και αναφέρθηκε αόριστα σε δεκάδες άλλους, αν και τα θύματά του, όπως και οι ημερομηνίες και οι τοποθεσίες θανάτου τους, είχαν χαθεί στην συγκεχυμένη μνήμη του. Ομολόγησε τη δολοφονία ενός άντρα στο Wilmington του Delaware, τον ακρωτηριασμό και το βασανισμό έως θανάτου ενός διανοητικά καθυστερημένου αγοριού στη Νέα Υόρκη το 1910, τη δολοφονία ενός μαύρου αγοριού στη Washington το 1919, τη σεξουαλική κακοποίηση και τη δολοφονία του τετράχρονου William Gaffney το 1929 και τον στραγγαλισμό της πεντάχρονης Francis McDonnell στο Long Island το 1934. Από τους φόνους που πραγματοποίησε ο Fish, αυτός που έκανε τη μεγαλύτερη αίσθηση ήταν η απαγωγή και η φρικιαστική σφαγή της Grace Budd, το 1928. Η απαγωγή της οδήγησε σε ανθρωποκυνηγητό έξι χρόνων. Η αστυνομία είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι θα διαλεύκανε ποτέ την υπόθεση, μέχρι που ένα ισχνό ίχνος, το οποίο προέκυψε από ανώνυμο γράμμα που στάλθηκε στους γονείς του θύματος, οδήγησε τους ντετέκτιβς στον Albert Fish.

Ο Fish παρουσιάστηκε στην οικογένεια Budd με έναν τρόπο που ποτέ δεν δημιούργησε υποψίες στην οικογένεια των βιοπαλαιστών. Ο Albert Budd, ο πατέρας της Grace, κέρδιζε τα προς το ζην εργαζόμενος ως θυρωρός, αλλά αυτά που έβγαζε δεν έφθαναν για να συντηρηθεί η οικογένειά του, η οποία αποτελούταν από τον ίδιο, τη σύζυγό του Delia, τον δεκαοχτάχρονο γιο τους Edward, τον Albert Junior, τη Grace και τη μικρότερη όλων, την πεντάχρονη Beatrice. Για να βοηθήσει τον πατέρα του, ο Edward δημοσίευσε μιαν αγγελία για δουλειά, στις 27 Μαΐου του 1928, στην εφημερίδα New York World Telegram. Η αγγελία του έλεγε: «Νέος άνδρας, 18 ετών, ζητά εργασία στην περιοχή της κομητείας» και ακολουθούσε το όνομα και η διεύθυνσή του.

Το ίδιο απόγευμα, ένας καλοντυμένος Albert Fish απάντησε στην αγγελία και εμφανίστηκε στο σπίτι των Budd, στην περιοχή Chelsea του Manhattan. Συστήθηκε ως κ. Frank Howard, αγρότης από το Long Island, ο οποίος ήταν πρόθυμος να πληρώνει $15 την εβδομάδα σε έναν φιλότιμο νεαρό εργάτη. Η οικογένεια δεν μπορούσε να πιστέψει την καλή τύχη του Edward και προσκάλεσε τον κ. Howard σπίτι της. Αφού άκουσε την περιγραφή της φάρμας, ο Edward αποδέχτηκε τη θέση και ο κ. Howard υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε την επόμενη εβδομάδα για να πάρει μαζί του, όχι μόνο τον Edward αλλά και το φίλο του Willie. Υπερθεμάτισε λέγοντας ότι υπήρχε αρκετή δουλειά και για τα δύο αγόρια.

Ο Fish δεν επέστρεψε το επόμενο Σάββατο, στις 2 Ιούνη, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά έστειλε ένα τηλεγράφημα με τη συγγνώμη του, και τελικά έφτασε τη Δευτέρα. Η οικογένεια εντυπωσιάστηκε από τους τρόπους του και τον προσκάλεσε να μείνει για φαγητό, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Fish συμπεριφέρθηκε ως παππούς στα παιδιά των Budd, μοιράζοντάς τους δωράκια και χαρτζιλίκι. Έδωσε λίγα χρήματα στον Edward και στον Willie και τους είπε ότι, αφού τακτοποιούσε μιαν υποχρέωση που είχε, θα περνούσε το βραδάκι να τους πάρει να πάνε στη φάρμα. Ύστερα είπε στους εύπιστους Budd ότι είχε μιαν έκπληξη για το μεγαλύτερο κοριτσάκι τους, τη Grace: θα την έπαιρνε μαζί του σε ένα παιδικό πάρτυ γενεθλίων, στο σπίτι της αδελφής του στη γωνία της137ης Οδού και Colombus Avenue. Οι Budd συμφώνησαν και ξεπροβόδισαν τον Fish και τη Grace, η οποία φόρεσε το άσπρο Κυριακάτικο φορεματάκι της. Τους παρακολούθησαν να ξεμακραίνουν στο δρομάκι, με τον Fish να κρατάει στοργικά την κόρη τους από το χέρι. Δεν τους πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπαν ζωντανή.

Η Grace Budd, με τη μητέρα της και συγγενείς, την εποχή της εξαφάνισής της.

Όταν η Grace δεν επέστρεψε σπίτι το βράδυ, οι Budd ανησύχησαν, αλλά υπέθεσαν πως το πάρτυ είχε τραβήξει σε μάκρος και η κόρη τους κοιμόταν ασφαλής στο σπίτι της αδελφής του κ. Howard. Προσπάθησαν σκληρά να πείσουν τους εαυτούς τους γι’ αυτό, ακόμα και το επόμενο πρωί, όταν δεν εμφανίστηκε η Grace. Τελικά ο Albert Budd αποφάσισε να πάει ο ίδιος στη διεύθυνση που τους είχε αφήσει ο κ. Howard και να αναζητήσει την κόρη του. Σύντομα ανακάλυψε πως η διεύθυνση ήταν ανύπαρκτη: η Colombus έφθανε μόνο μέχρι την 109η Οδό. Έτρεξε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, απ’ όπου τον έστειλαν στον Γραφείο Εξαφανισθέντων Προσώπων και στον βετεράνο ντετέκτιβ William King. Οι αστυνομικοί βρήκαν την υπόθεση παράξενη και ενδιαφέρουσα ήδη από την αρχή. Δεν τους πήρε πολύ να εξακριβώσουν ότι Frank Howard, αγρότης στο Long Island δεν υπήρχε. Επίσης συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν κανένα στοιχείο για την πραγματική ταυτότητα του απαγωγέα. Ο άντρας είχε φροντίσει να καλύψει καλά τα ίχνη του, προνοώντας ακόμη να πάρει πίσω από τους Budd το τηλεγράφημα που τους είχε στείλει. Προφασίστηκε μια δικαιολογία για διαμαρτυρία στην Τηλεγραφική Υπηρεσία.

Παρ’ όλα αυτά ο King και άλλα μέλη του Γραφείου άρχισαν μια μακρά και δύσκολη έρευνα για το αντίγραφο του τηλεγραφήματος. Ήταν ο μόνος σύνδεσμος που είχαν με τον απαγωγέα της Grace και τρεις υπάλληλοι του Τηλεγραφείου πέρασαν περισσότερες από 15 ώρες ψάχνοντας δεκάδες χιλιάδες αντίγραφα τηλεγραφημάτων, μαζί με τον King, πριν βρουν αυτό που είχε στείλει ο Howard. Το μόνο στοιχείο που ανακάλυψαν ήταν πως είχε σταλεί από ένα γραφείο στο Ανατολικό Χάρλεμ. Η πρώτη τους ιδέα ήταν να ψάξουν κάθε σπίτι στην περιοχή, την εγκατέλειψαν όμως ως ανεφάρμοστη. Ο King εστίασε στη συνέχεια σε έναν άλλο αδύναμο σύνδεσμο, ένα μικρό κεφάλι τυρί και ένα καφασάκι φράουλες που ο Howard είχε αγοράσει για την κ. Budd. Της είχε πει ότι ήταν φρέσκιες από τη φάρμα του. Οι αστυνομικοί χτένισαν το Ανατολικό Χάρλεμ, μέχρι που ανακάλυψαν το delicatessen απ’ όπου ο Howard είχε αγοράσει το τυρί και στη συνέχεια έναν πλανόδιο μανάβη που του είχε πουλήσει τις φράουλες. Ο μανάβης θυμόταν τον άντρα και τον περιέγραψε με λεπτομέρεια, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε άλλο σημαντικό γι αυτόν. Και αυτό το ίχνος δεν απέδωσε περισσότερα.


Συνεχίζεται

7 comments:

Anonymous said...

κάθισα και το διάβασα, όχι μόνο για το ενδιαφέρον του θέματος, αλλά υποψιάζομαι ότι τα κείμενα αυτά είναι δικές σου μεταφράσεις!

Αν είναι αλήθεια, χίλια μπράβο!
αν όχι, το μπράβο και πάλι ισχύει.

diastimata said...

Ρε συ cd, πάλι εφιάλτες θα βλέπω το βράδυ!

ξενιτεμένη said...

popo fovero!!
eisai sketi ekpaideftiki tileorasi dollitsa!
agrievomai alla goustaro!!
vaso

vangelakas said...

Ε όχι ρέ γαμώτο!

Τελείωνε καλέ μέ τά άλλα μέρη!

Lupa said...

Πω πω! Κι έλεγα ότι το Βαμπίρ του Ντύσελντορφ ήταν ότι χειρότερο διάβασα.
Η ζοφερή "υπόσχεση" όμως στην αρχή του post προμηνύει νέους εφιάλτες.

david santos said...

Αυτή η εργασία είναι πολύ καλή. Αγαπώ τον πολιτισμό ελληνικά. Tnak εσείς

Όνειρα γλυκά.. said...

Με φοβίζει λίγο , αλλά μ' αρέσει!!!