Friday, September 29, 2006

Υπόθεση «Λυμπέρη» - Η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα (I)

(Στον αγαπητό Librofilo: Επειδή το ζητήσατε...)

Οπλίσατε – Επί σκοπόν – Πυρ!

Ξημερώματα Παρασκευής 25 Αυγούστου 1972. Μια ακόμα ζεστή, καλοκαιρινή μέρα αρχίζει. Ωστόσο, τον 27χρονο ηλεκτρολόγο Βασίλη Λυμπέρη αυτό ελάχιστα τον ενδιαφέρει. Στις 5.49’, ακριβώς, ακούει για τελευταία φορά έναν ζωντανό ήχο: είναι η ομοβροντία πυρός από δώδεκα στρατιωτικά τουφέκια, που εκπυρσοκροτούν ταυτόχρονα. Την ίδια στιγμή, έξι σφαίρες κτυπούν το σώμα του και τον ρίχνουν νεκρό. Αν δεν του είχαν δέσει τα μάτια με ένα λευκό μαντήλι θα μπορούσε, πριν πεθάνει, να δει την έκφραση στα πρόσωπα των δώδεκα στρατιωτών του εκτελεστικού αποσπάσματος, που στέκονταν απέναντί του,σημαδεύοντάς τον με τα όπλα τους. Είναι η ώρα που στον ουρανό χαράζονται οι πρώτες λάμψεις του ήλιου…

Ο Β. Λυμπέρης

Περίπου μιάμιση ώρα νωρίτερα, ο Β. Λυμπέρης κοιμόταν ακόμα στο κελί του στις δικαστικές φυλακές Αλικαρνασσού Κρήτης, όπου εκρατείτο μετά την καταδίκη του σε θάνατο, το Μάιο του ίδιου έτους, για τη δολοφονία (με εμπρησμό) της γυναίκας, της πεθεράς και των δύο ανήλικων παιδιών
του τον προηγούμενο Ιανουάριο. Θα πρέπει να είχε διαισθανθεί ότι η κρίσιμη ώρα πλησίαζε, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει από έναν δεσμοφύλακα μολύβι και χαρτί για να γράψει ένα σύντομο γράμμα αποχαιρετισμού προς τη μητέρα του (διατηρείται η σύνταξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου):

«Αγαπημένη μου μητέρα,

σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα, τα αδέλφια μου, τον Γιάννη, τη
Σοφία, το Φλωράκι και τη νονά. Μητέρα, θα πρέπει να ξέρεις πως βρισκόμαστε στην κοιλιά της Κλαυθμώνος. Κλαυθμυρισμός είναι η πρώτη φωνή την οποία εκβάλλει ο άνθρωπος, όταν αφήνει τα μητρικά σπλάχνα και ως ύπαρξις ιδιαιτέρα καταλαμβάνει θέσιν εις τον κόσμον αυτόν.

Η πείρα της καθημερινής ζωής και η ιστορία της ανθρωπότητος τι άλλο μαρτυρούν παρά το ότι ο
πόνος και η θλίψις είναι ο αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου επί της γης. Κουράγιο μητέρα και στήριξε την ελπίδα σου στον παρήγορον Ιησούν Χριστόν, όπως την στηρίζω και εγώ. Προσευχήσου
όπως προσεύχομαι και εγώ και θυμήσου ότι η Παναγία διήλθε την ψυχικήν ρομφαία, όταν αντίκρισε
εις τον Σταυρόν νεκρόν τον Μονογενή Υιόν της. Ευχαριστώ και αναγνωρίζω τον αγώνα που δώσατε όλοι για την δικαίωσίν μου. Μην τρομάζετε με τα λόγια των κριτών μου, γιατί και αυτοί θα κριθούν. Υπεράνω όλων βρίσκεται ο Θεός και Θεού θέλοντος τελείται κάθε απόφαση. Ευχαριστώ και τον
υπέροχο κύριο Θεοδώρου (σ.σ.: τον συνήγορό του) που έδωσε πραγματική μάχη για μένα και τον θεωρώ νικητή και όχι ηττημένο.

Και μην ξεχνάς μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται την ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα.

Βασίλειος Λυμπέρης»

Ήταν οι τελευταίες του γραμμές. Άφησε το γράμμα στο κρεβάτι του και παρακάλεσε να έλθει ο ιερέας της ενορίας Κων. Ασπετάκης για να τον κοινωνήσει. Μπροστά του, ο Β. Λυμπέρης δάκρυσε και παρακάλεσε «να τον συγχωρέσουν ο Θεός και οι άνθρωποι». Ωστόσο, δεν φανταζόταν πόσο είχε «κοντύνει» ο χρόνος γι αυτόν, καθώς τις προηγούμενες ημέρες είχε δώσει χρήματα σε συγγενείς του προκειμένου να του αγοράσουν ορισμένα ατομικά είδη που θα τα χρειαζόταν την επομένη μέρα.

Στις 4.20΄ μπήκε στο κελί του μελλοθάνατου ο αρχιφύλακας Γιάννης Καβαλιεράκης και τον οδήγησε
στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Εκεί βρίσκονταν ακόμα, ο αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου Α. Νικολόπουλος, ο γραμματέας της Εισαγγελίας, ο Διοικητής Χωροφυλακής, ο νεαρός ιερέας Μανώλης Ανδριανάκης και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Με κάθε τυπικότητα, ο αντιεισαγγελέας του ανακοίνωσε την απόφαση της εκτέλεσης. Διάβασε ακόμα την απόφαση του
δικαστηρίου και την ποινή που του είχε επιβληθεί και στη συνέχεια του γνωστοποίησε την ώρα εκτέλεσης της ποινής. Σύμφωνα με τον Μ. Ανδριανάκη, με το άκουσμα της είδησης αυτής «ο Λυμπέρης κατέρρευσε. Σωριάστηκε σε μία καρέκλα. Είχε παραλύσει. Ήταν τόσο αδύναμος που

δεν μπορούσε να ανάψει το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του και το άφησε πάνω στο γραφείο».
Αλλά και όσοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω του, το ίδιο αμήχανοι και συγκλονισμένοι μπροστά στο επερχόμενο τέλος, ανέσυραν κάποια λόγια συμπαράστασης και συμπάθειας.

Ο Β. Λυμπέρης παρέμεινε στο γραφείο του διευθυντή για λίγη ώρα. Στις 5.15΄ η πόρτα του
γραφείου άνοιξε, ο μελλοθάνατος με αργά βήματα διέσχισε το διάδρομο συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες και επιβιβάστηκε στο όχημα, που θα τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, το πεδίο
βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (Σ.Ε.Α.Π.) στην περιοχή «Δύο Αοράκια». Φορούσε μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Όπως αναφέρουν αυτόπτες μάρτυρες ήταν
αδύνατος και αξύριστος, αλλά σχετικά ψύχραιμος.

Η διαταγή για την εκτέλεση είχε φθάσει στη Σ.Ε.Α.Π. 48 ώρες νωρίτερα. Όπως θυμάται ο Μ. Ανδριανάκης (υπηρετούσε, τότε, τη θητεία του στη μονάδα αυτή) «δύο ημέρες πριν από την εκτέλεση
με κάλεσε ο διοικητής μου στη Σ.Ε.Α.Π., για να μου ανακοινώσει ότι έπρεπε να παραστώ στην εκτέλεση του Λυμπέρη, τον οποίο είχα γνωρίσει στις φυλακές και τον είχα εξομολογήσει. Τον
ρώτησα αν μπορούσα να το αποφύγω και μου απάντησε: ‘Όχι, είναι διαταγή’. (…) Την παραμονή κάλεσε όλους τους στρατιώτες του Λόχου Διοικήσεως, από τον οποίο θα έπαιρνε τους εθελοντές
για τη στελέχωση του εκτελεστικού αποσπάσματος. Άρχισε να τους μιλά για τα εγκλήματα του Λυμπέρη. Να περιγράφει, καρέ-καρέ, πως έβαλε τη φωτιά και πως έκαψε τους τέσσερις ανθρώπους. ‘Σ΄ αυτόν τον εγκληματία αξίζει παραδειγματική τιμωρία’ τους έλεγε. Τριάντα στρατιώτες προθυμοποιήθηκαν να πάρουν μέρος στην εκτέλεση. Από αυτούς επελέγησαν δώδεκα».

Σύμφωνα με το νόμο 3861/1929 «περί εκτελέσεως της θανατικής ποινής» την εκτέλεση
πραγματοποιούσε στρατιωτικό απόσπασμα αποτελούμενο από 12 άνδρες και έναν αξιωματικό (σφαίρες μόνο στα έξι τυφέκια), ενώ με μεταγενέστερες εγκυκλίους και σύμφωνα με τον
σωφρονιστικό και στρατιωτικό κώδικα οριζόταν ως ώρα της εκτέλεσης η στιγμή που χαράζει, ώστε ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο. Μια πρόβλεψη φιλευσπλαχνίας στην αγριότητα του τελετουργικού …

Την πομπή των τριών αυτοκινήτων της χωροφυλακής, που μετέφερε τον Β. Λυμπέρη και τους παράγοντες της εκτέλεσης από τις φυλακές στα «Δύο Αοράκια», ακολουθούσε ένα ταξί, στο οποίο βρίσκονταν ο δικαστικός συντάκτης της ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας «Τα Σημερινά» Νίκος Γερακάρης και ο φωτορεπόρτερ της ίδιας εφημερίδας Βασίλης Καραμανώλης (αποκλειστικός φωτογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή», με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας).

«Προσπαθούσα από πολύ καιρό να μάθω πότε θα γινόταν η εκτέλεση Λυμπέρη, γιατί ήθελα να κάνω μία δημοσιογραφική επιτυχία» θα πει αργότερα ο Ν. Γερακάρης και ο Β. Καραμανώληςθα συμπληρώσει: «Το πρωί της Πέμπτης, 24ης Αυγούστου του 1972, ήρθε στο γραφείο μου ο (…) Νίκος Γερακάρης, και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω σε μία δημοσιογραφική αποστολή για μία ή
δύο ημέρες. Τον ρώτησα ‘ποιο ήταν το θέμα’ και μου απάντησε χαμογελώντας: ‘Είναι δικό μας,
αποκλειστικό. Θα πάμε στην Κρήτη (…). Θα εκτελέσουνε τον Βασίλη Λυμπέρη’ (…)».

Ο Ν. Γερακάρης σημειώνει πως «στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που μείναμε στην Κρήτη, είπαμε να μας ξυπνήσουν στις 3 τα ξημερώματα. Με ένα ταξί, που μας περίμενε, πήγαμε στις φυλακές Αλικαρνασσού και περιμέναμε την έξοδο του αγήματος με τον θανατοποινίτη. (…) Στις 3.30, εντελώς νύχτα ακόμα, άναψαν τα ξαφνικά πολλά φώτα στις φυλακές (…). Ακολουθήσαμε το άγημα και φτάσαμε στο σημείο της εκτέλεσης (…)». Εκεί περίμενε το στρατιωτικό απόσπασμα. Ακόμα, παρόντες -από κάποια απόσταση, αφού άνδρες της χωροφυλακής δεν επέτρεπαν σε κανένα να πλησιάσει- ήταν η μητέρα του Β. Λυμπέρη, Σοφία και ο αδελφός του, Δημήτρης, ενώ στην Κρήτη είχε φθάσει και ο πατέρας του, ο οποίος όμως δεν παραβρέθηκε στη διαδικασία. Λίγο πριν ξημερώσει, στο άγριο τοπίο του πεδίου βολής, οι καρδιές είχαν παγώσει κι έτσι ο επικεφαλής αξιωματικός έλεγε ανέκδοτα στους στρατιώτες για να τους κρατήσει ψύχραιμους.

Ο Ν. Γερακάρης προχώρησε προς το σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι οι υπόλοιποι, ενώ ο Β. Καραμανώλης δεν μπορούσε να πλησιάσει, επειδή απαγορευόταν η δημοσιότητα των εκτελέσεων. «Τις φωτογραφικές μηχανές τις είχα μέσα σε μια βαλιτσούλα ταξιδιού, για να μην αποκαλυφθώ» θυμάται ο ίδιος. «Αντιμετωπίζαμε όμως και ένα μεγάλο πρόβλημα για τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής. Ήταν μεγάλη η απόσταση από το σημείο που θα έπρεπε να σταθώ για να τραβήξω τις φωτογραφίες. Παράλληλα, θα ήμουν ακάλυπτος και θα μπορούσαν οι χωροφύλακες να με εντοπίσουν εύκολα (…)». Λίγο αργότερα, έφθασε στην περιοχή ένας δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας «Πατρίδα» ο οποίος άφησε το αυτοκίνητό του στο σημείο που βρισκόταν ο φωτορεπόρτερ και προχώρησε προς τους χωροφύλακες. «Μου αφήνει το αυτοκίνητό του» συμπληρώνει ο Β. Καραμανώλης «και εγώ στήνω τις μηχανές μου και προσπαθώ να εστιάσω από μεγάλη απόσταση και χωρίς τους φακούς που έχουμε σήμερα».

Μόλις ο Β. Λυμπέρης έφθασε στον τόπο της εκτέλεσης, τον πλησίασε ο ιερέας και ύστερα ο
γιατρός για να τον εξετάσει (σ.σ.: το πλέον παράδοξο ήταν πως ο κανονισμός προέβλεπε ότι ο μελλοθάνατος θα έπρεπε να είναι υγιής κατά τη στιγμή της εκτέλεσής του, αλλιώς η διαδικασία αναβαλλόταν!). Τελευταίος πήγε κοντά του ο αντιεισαγγελέας. «Θέλεις να πεις κάτι; Έχεις καμιά
τελευταία επιθυμία;» τον ρώτησε. «Όχι, τίποτα» απάντησε ο Β. Λυμπέρης. Δεν ήθελε ούτε να καπνίσει… Απέμεναν μόνο λίγα λεπτά για να ξημερώσει. «Τα λεπτά αυτά μας φάνηκαν αιώνες»

σημειώνει με συγκίνηση ο Ν. Γερακάρης. Ο Β. Λυμπέρης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Ο επικεφαλής υπολοχαγός του αποσπάσματος ήρθε κοντά του και του πέρασε ένα λευκό μαντήλι. Μετά, δύο χωροφύλακες τον οδήγησαν, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του, σε έναν μικρό λόφο στην άκρη του πεδίου βολής. Στεκόταν απέναντι σε δεκάδες μάτια που τον κοιτούσαν και τους δώδεκα παραταγμένους άντρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ο αξιωματικός κατευθύνθηκε στο απόσπασμα και φώναξε: «Οπλίσατε - Επί σκοπόν». Ο Μ.
Ανδριανάκης θυμάται: «Όταν άρχισαν τα παραγγέλματα, κάποιοι κρύφτηκαν πίσω από το στρατιωτικό όχημα για να μην βλέπουν. Τα όπλα, τύπου Μ-1, ‘χόρευαν’ στα χέρια των αντρών του
εκτελεστικού αποσπάσματος. Εγώ έψελνα την προσευχή και τα μάτια μου ήταν στραμμένα σ΄ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν αντέδρασε, δεν πανικοβλήθηκε, δεν φώναξε. Παραδόθηκε στη μοίρα του».

Το παράγγελμα «πυρ!» έσβησε μέσα σε μία ομοβροντία πυροβολισμών. «Οι σφαίρες γάζωσαν το σώμα του, που έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Πως είναι ένα κοτόπουλο που του κόβεις το λαιμό και χτυπιέται κάτω, έτσι ήταν το σώμα του Λυμπέρη» λέει ο Μ. Ανδριανάκης. Τον αχό των πυροβολισμών διέτρησε η σπαρακτική φωνή της μητέρας του Β. Λυμπέρη: «Βασίλη μου!». Για λίγα δευτερόλεπτα, μερικές ματιές στάθηκαν πάνω της.

Τα δύο στιγμιότυπα δεν χωρίζουν παρά ελάχιστα λεπτά. Επάνω, ο Β. Λυμπέρης στέκεται

απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Κάτω, ο γιατρός εξετάζει το πτώμα του, μετά

την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Είναι η τελευταία εκτέλεση θανατοποινίτη στην Ελλάδα

(οι φωτογραφίες είναι του φωτορεπόρτερ Β. Καραμανώλη, όπως δημοσιεύτηκαν

στην εφημερίδα «Τα Σημερινά» στις 26 Αυγούστου 1972)

Μόλις κατακάθισε το σύννεφο της σκόνης που σήκωσαν οι σφαίρες, ήταν η σειρά του επικεφαλής υπολοχαγού να εκτελέσει τη χαριστική βολή. Όμως η ταραχή του ήταν έκδηλη και διέταξε έναν επιλοχία να τον αντικαταστήσει. Αλλά και ο επιλοχίας ήταν ταραγμένος. Άφησε το περίστροφο που κρατούσε και πήρε ένα αυτόματο όπλο. Πλησίασε το πεσμένο σώμα του Β. Λυμπέρη, έστρεψε το βλέμμα του αλλού και πυροβόλησε. Λόγω του εκνευρισμού του, από το όπλο έφυγαν τρεις σφαίρες, παραμορφώνοντας το κρανίο του νεκρού. «Ο επιλοχίας αυτός, για πολλούς μήνες μετά, κυκλοφορούσε στο στρατόπεδο σαν αδέσποτο σκυλί και μονολογούσε ότι οι δικές του σφαίρες σκότωσαν τον Λυμπέρη. Του λέγαμε ότι, δέχθηκε έξι σφαίρες στην καρδιά. Εκείνος όμως είχε πάθει κάτι σαν ψύχωση. Ο διοικητής της Σ.Ε.Α.Π. τον απάλλαξε για έξι μήνες από τα καθήκοντά
του» σημειώνει ο Μ. Ανδριανάκης.

Μόλις ο παριστάμενος γιατρός βεβαίωσε το θάνατο, το πτώμα παραλήφθηκε από μία νεκροφόρα και μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της Νέας Αλικαρνασσού. Εκεί βρισκόταν ήδη η μητέρα του, η οποία είχε καλύψει το πρόσωπό της με μαύρο μαντήλι και ο αδελφός του με τη γυναίκα του. Θρηνούσαν, αλλά διατηρούσαν ακέραια την αξιοπρέπειά τους. Μόνον όταν έφθασε το φέρετρο, η
Σοφία Λυμπέρη ξέσπασε: «Βασίλη μου, που είσαι; Τι σου κάνανε;». Παρόντες ήταν ακόμα, εκτός των άλλων και οι δύο δημοσιογράφοι. Τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλαν από κοινού οι δύο ιερείς Μ. Ανδριανάκης και Κ. Ασπετάκης. Το πτώμα του Β. Λυμπέρη τάφηκε στο νεκροταφείο της Ν. Αλικαρνασσού, σε έναν τάφο που είχε ανοιχτεί τα χαράματα, λίγη ώρα πριν από την εκτέλεση. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν πως ακόμα και οι νεκροθάφτες είχαν επηρεαστεί από το ζοφερό κλίμα των στιγμών. Αργότερα, τα οστά του τοποθετήθηκαν στο οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου, σε ένα κιβώτιο με τη φωτογραφία του.

Σημειώνεται πως τη μέρα της εκτέλεσης, σύμφωνα με τον Δημοσθένη Δώδο «όλοι οι κρατούμενοι
δεν προσήλθαν στο συσσίτιο, τα μεγάφωνα της φυλακής δεν έπαιζαν μουσική και κατά τον προαυλισμό κανείς δεν έπαιξε ποδόσφαιρο. (…) Και η κοινωνία της φυλακής έχει τους δικούς της κανόνες».

Την επομένη, στην πρώτη και την τρίτη σελίδα της εφημερίδας «Τα Σημερινά» δημοσιεύτηκε εκτενές ρεπορτάζ του Ν. Γερακάρη από την εκτέλεση, συνοδευόμενο από τις φωτογραφίες του Β. Καραμανώλη. Αποτελούσε ασφαλώς μία μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία (καθώς η υπόθεση είχε συνταράξει την κοινή γνώμη), η οποία έκανε το γύρο όλης της χώρας, αλλά για τους δύο δημοσιογράφους ήταν περισσότερο μια καθοριστική για τη συνείδησή τους εμπειρία, που μένει
αλησμόνητη έως σήμερα.

Την ίδια μέρα, επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο συνεργός του Β. Λυμπέρη, Παύλος Αγγελόπουλος, ο οποίος επίσης είχε καταδικασθεί από το Κακουργιοδικείο Αθηνών με την ποινή «τετράκις εις θάνατον». Όμως η εκτέλεση της θανατικής ποινής ανεστάλη επ΄ αόριστον, λόγω του νεαρού της ηλικίας του: ο Π. Αγγελόπουλος ήταν τότε μόλις 18 ετών. Μετά από τρία χρόνια, η ποινή του μετατράπηκε -σύμφωνα με το νόμο- σε ισόβια κάθειρξη.

Είναι συγκλονιστικό, πάντως, ότι ο Β. Λυμπέρης είχε ζητήσει να του επιβληθεί η θανατική ποινή για την πράξη του, απολογούμενος στον ανακριτή, λίγες μόλις μέρες μετά τη σύλληψή του. «Ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί κάτι στη ζωή του. Αυτό που δημιούργησα εγώ δεν υπάρχει πλέον. Γιατί να ζω;» είχε πει χαρακτηριστικά. Έτσι, στις 25 Αυγούστου 1972 στάθηκε απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Χωρίς να το γνωρίζει, εκείνο το πρωί περνούσε, κατά κάποιο τρόπο, στην ιστορία… Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης, που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.



Συνεχίζεται


Tuesday, September 26, 2006

Έγκλημα στου Χαροκόπου - updated

Στο προηγούμενο ποστ για την υπόθεση στου Χαρoκόπου, μας άφησε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο ο Γιάννης Ράγκος. Για περισσότερα από δέκα χρόνια ασχολήθηκε ως δημοσιογράφος με υποθέσεις εγκλημάτων στην Ελλάδα, στη διάρκεια όλου του 20ου αιώνα, έχοντας την ευθύνη της έρευνας στις τηλεοπτικές εκπομπές "Ανατομία ενός εγκλήματος" (ΑΝΤΕΝΝΑ, 1991 - 1995), "Διπλή αλήθεια" (ΕΤ-1, 1996-1998) και "Κόκκινος Κύκλος" (ALPHA, 2000-2002), στις οποίες, όπως γνωρίζετε, παρουσιάζονταν με δραματοποιημένη μορφή αληθινά εγκλήματα, περισσότερο ή λιγότερο γνωστά. Ως αποτέλεσμα αυτής της ερευνητικής δουλειάς, έχει συγκεντρώσει στο αρχείο του φακέλους με ποικίλο υλικό για περισσότερα από 120 εγκλήματα, κάθε είδους, που διαπράχθηκαν από το 1909 ως το 2001 και, κάποια από αυτά θα μας κάνει την τιμή να μοιραστεί μαζί μας, ενέργεια για την οποία τον ευχαριστώ θερμά εκ των προτέρων.

Προσωπικά, το Γιάννη Ράγκο, εκτός από τις τηλεοπτικές του δουλειές, τον γνώριζα και ως τον συγγραφέα του αστυνομικού μυθιστορήματος «Η στάση του εμβρύου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της «Ινδίκτου». Στον ίδιο εκδοτικό οίκο έχει την επιμέλεια της νέας σειράς αστυνομικής λογοτεχνίας Verba Obscura. Οι επίγονοι του Γιάννη Μαρή πληθαίνουν –και ξεπερνούν τον πρώτο διδάξαντα. Μετά τους Μάρκαρη, Μαρτινίδη και Αποστολίδη, εμφανίζεται δυναμικά και με αξιώσεις η «νέα γενιά»: ο Δημήτρης Μαμαλούκας και ο Γιάννης Ράγκος, τα βιβλία των οποίων συστήνω ανεπιφύλακτα.

Επειδή το σχόλιο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, το ανεβάζω σήμερα μόνο του, με την άδεια του συγγραφέα του. Μας λέει, λοιπόν, ο Γιάννης Ράγκος για το έγκλημα στου Χαροκόπου:


1. Στην ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξαν ο τότε καθηγητής ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ι. Γεωργιάδης, μαζί με τον υφηγητή Γρ. Κάτσα και τον ιατροδικαστή Γ. Τρουπάκη αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

«(…) Εις όλα τα τμήματα του σώματος [σ.σ.: του Δ. Αθανασόπουλου] και επί της προσθίας ιδίως επιφανείας παρατηρούνται σημεία επιδράσεως υψηλής θερμοκρασίας. Τα τμήματα του πτώματος δεν περιβάλλονται από ενδύματος τινός, απολύτως γυμνά εντεθέντα εις τα δέματα. (…) Κατά την ουράν της αριστεράς οφρύος υπάρχει ευρεία, ανώμαλος και βαθεία διάσχισις των μαλακών μορίων μέχρι του οστού εξικνουμένη (…). Κατά την προσθίαν επιφάνειαν του θώρακος παρατηρούνται περί τας 12 τομαί δέρματος. (…) Αι τομαί αύται ενδιαφέρουσι μόνον το δέρμα, εξαιρέσει δύο εξ αυτών αίτινες φαίνονται υπερβάσαι τούτο. Ο πυθμήν των τομών τούτων παρίσταται αιμορραγικός, εξ΄ ου συνάγεται ότι αι τομαί αύται παρήχθησαν ζώντος εισέτι του θανόντος. (…) Αι τομαί αυταί παρέχουσι την εντύπωσιν, ότι υπό της αυτής χειρός και δια του αυτού οργάνου μετά πάσης αταραξίας επετελέσθησαν (…). Ανευρίσκεται κατά το δεξιόν ήμισυ του ινιακού οστού του κρανίου οπή (…). Η επί του οστού οπή είναι σχεδόν στρογγύλη διαμέτρου ενός εκατοστού. (…) Ανεζητήθη εν αυτώ το παραγάγον την οπήν βλήμα και παραδόξως ανευρέθησαν δύο βλήματα. (…) Η διάνοιξις των μαλακών μορίων του τραχήλου δεικνύει υπαρχούσας κατά τον υποδόριον συνεκτικόν ιστόν υποκειμένας εις τας (…) εκχυμώσεις τας αποτυπούσας πολφόν δακτύλων. (…) Αίμα δεν υπήρχεν ούτε εις τας φλέβας, ούτε εις την καρδίαν αποστραγγισθέν προς τα έξω δια των κατά τας ρίζας των άκρων μεγάλων αγγείων. (…) Παραλείποντας τους ακρωτηριασμούς (…) οίτινες (…) εγένοντο μετά θάνατον (…) ανευρίσκομεν επί του πτώματος δύο κακώσεις δυναμένας να εξηγήσωσι τον θάνατον 1) Τα κατά το κρανίον τραύματα δια πυροβόλου όπλου (Σ.Σ.: τύπου «μπράουνινγκ») και 2) Τον δια χειρών στραγγαλισμόν. (…) Ως προς την χρονολογικήν σειράν των κακώσεων τούτων δεχόμεθα, ότι πρώτο κατηνέχθη ο δια πυροβόλου όπλου τραυματισμός και είτα ενηργήθη ο στραγγαλισμός. (…) Είχον εκ ρίζης αποτμηθή δι΄ απεξαρθρώσεως το δεξιόν άνω άκρον και αμφότερα τα κάτω. (…) 5-7 ημέραι είχον παρέλθη από του θανάτου. (…) Αποδεχόμεθα, ότι ο στόχος, δηλ. το θύμα, ην ακίνητος κατά την στιγμήν του πυροβολισμού, το δε πιθανώτερον είνε, ότι καθ΄ ύπνον επυροβολήθη.(…)» (Αρχείο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών - Βιβλίον Νεκροτομιών 1931, αρ. 7).
Ο φάκελος της έκθεσης περιλαμβάνει ακόμα δεκάδες φωτογραφίες (αντίγραφα μερικών από τις οποίες έχω στο αρχείο μου), που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της νεκροψίας και νεκροτομής και παρουσιάζουν την απεχθή εικόνα του τεμαχισμένου πτώματος του Δ. Αθανασόπουλου.

2. Σε ότι αφορά στην απήχηση που είχε υπόθεση στην κοινή γνώμη, εκτός από το περίφημο τραγούδι του Ι. Μοντανάρη (ή «Γιακουμή») «Η κακούργα πεθερά» (πρώτη εκτέλεση από τον Κωνσταντινουπολίτη τραγουδιστή Αντώνη Διαμαντίδη ή «Νταλγκά»)η υπόθεση μεταφέρθηκε και στο Θέατρο Σκιών, την κατεξοχήν λαϊκή διασκέδαση της εποχής.

Γράφει σχετικά ο καραγκιοζοπαίχτης Σωτήρης Σπαθάρης (Σωτήρη Σπαθάρη: «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ» - εκδ. ΒΕΡΓΟΣ (1975):

«(…) Εκείνο τον καιρό είχανε σκοτώσει στου Χαροκόπου τον Αθανασόπουλο. Είχε κάνει τέτοιο θόρυβο αυτό το έγκλημα που τούχανε βγάλει και τραγούδι. Όπου κι αν πήγαινες κι αν στεκόσουνα, μέρα και νύχτα θ΄ άκουγες να τραγουδάνε φωνογράφοι, γυναίκες, παιδιά νέοι και γέροι το 'Καημένε Αθανασόπουλε'… Οι εφημερίδες είχανε κάθε μέρα δουλειές με φούντες. Βάζανε φωτογραφίες με τους τρεις φονιάδες, την αναπαράσταση κλπ. Λέω στο Τουρκάκι (σ.σ.: το βοηθό του): ‘Δεν παίζουμε τον Αθανασόπουλο στον Καραγκιόζη;’. Αφού τ΄ αποφασίσαμε, κοιτάξαμε στις εφημερίδες τους κακούργους και τον Αθανασόπουλο και κάναμε όλες τις φιγούρες.Το βράδυ που το πρωτοπαίξαμε, εκεί που η αστυνομία πιάνει τους δολοφόνους κόψαμε το έργο και είπαμε: ‘Αύριο η συνέχεια’. Οι θεατές θύμωσαν, μας βρίζανε και λέγανε:
-Μην παίξεις αύριο, γιατί θα σου τον σπάσουμε τον Καραγκιόζη.
Γι αυτό την άλλη μέρα φύγαμε (σ.σ.: από την Ελευσίνα).Στην Κηφισιά έμαθα πως ο Ξάνθος (σ.σ.: καραγκιοζοπαίχτης) δεν κάνει διόλου δουλειά. Πήγα και τον βρήκα, κι όταν μου παραπονέθηκε πως δεν έχει ούτε λεφτά για να κατεβάσει στην Αθήνα τις καρέκλες και την ξυλεία του Καραγκιόζη, εγώ του είπα να παίξουμε την Πέμπτη εξ ημισείας. Από την Τρίτη έβγαλα μια ρεκλάμα, δυο μέτρα μεγάλη, πως σκοτώσανε τον Αθανασόπουλο ενώ κοιμότανε, πως τον κάνανε κομμάτια με τον μπαλτά της κουζίνας, πως τον κάψανε, το ρέμα που πέταξαν το πτώμα και την αναπαράσταση του εγκλήματος, που κάνει η αστυνομία. Στην Κηφισιά έγινε συναγερμός. Την Πέμπτη το βράδυ εκόψαμε 1600 εισιτήρια, ένα τάλιρο το εισιτήριο, ενώ ο Καραγκιόζης έπαιζε με δυο δραχμές τις άλλες μέρες.
Στα μισά της παράστασης μου παραγγέλνει ο Ξάνθος από το ταμείο να κόψω το έργο στη μέση για να παίξουμε και αύριο Αθανασόπουλο, αλλά θυμήθηκα το πάθημα της Ελευσίνας και του απάντησα: ‘Καλύτερα να με κόψουνε σαν τον Αθανασόπουλο παρά να κόψω την παράσταση’.Όλος ο τύπος έγραφε την άλλη μέρα για την επιτυχία μου και μου γίνανε προτάσεις από πολλά θέατρα. Έπαιξα την παράσταση στο θέατρο ‘Ρεκόρ’, στα Σεπόλια, στου Χάχαλη στο Περιστέρι, στο Χαλάντρι, στα Ταμπούρια, στο Κουτσουκάρι, σε τρία θέατρα στην Πάτρα, στη Σύρα, στη Χίο, στο Μαρούσι, στην Αγία Παρασκευή. Πολλά χρόνια περάσανε από τότε, αυτή όμως η παράσταση έκανε τα περισσότερα εισιτήρια απ΄ όλες.

Στο πρόγραμμα της εποχής εκείνης έγραφα:
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
1η ΠΡΑΞΙΣ: Δολοφονία, κόψιμο και τεμαχισμός του πτώματος.
2α ΠΡΑΞΙΣ: Μεταφορά του πτώματος δι΄ αμάξης – Οι δολοφόνοι εις τας χείρας της δικαιοσύνης.
3η ΠΡΑΞΙΣ: Η αναπαράστασις του εγκλήματος.
ΤΕΛΟΣ
Εξασφαλίσατε θέσεις – Είσοδος: Δραχ. 10».

Ακόμα, εκτός των λαϊκών περιοδικών της εποχής που αφιέρωναν πολλές σελίδες για την παρουσίαση -σε συνέχειες- μυθιστορηματικών διασκευών σχετικά με την υπόθεση, και τα λαϊκά αναγνώσματα της εποχής που –έως τότε- συνήθιζαν να αφηγούνται το βίο και τους ηρωισμούς των παράνομων ληστών των «ορέων», εξέδωσαν σειρά τευχών με την αφηγηματική αναπαράσταση του εγκλήματος, έχοντας τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Η ιστορία της τρομερής πεθεράς», «Η Φούλα φόνισσα» κ.λπ. Άλλωστε, η (εμπορική) επιτυχία τους ήταν ήδη εξασφαλισμένη.

3. Ενδιαφέροντα στοιχεία για την υπόθεση μπορεί, επίσης, κάποιος να βρει στο περιοδικό «ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» (τευχ. 346-372).

Monday, September 18, 2006

Έγκλημα στου Χαροκόπου


Ήταν νύχτα της 3ης προς 4η Γενάρη του 1931. Παγωνιά. Το σπίτι στη συμβολή των οδών Θησέως και Αγ. Πάντων, στου Χαροκόπου ήταν σκοτεινό. Πίσω από τους τοίχους του, όμως, διαπράττονταν ένας βιασμός. Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος, εργολάβος, βίαζε παρά φύσει τη σύζυγό του Φούλα.

Ο Αθανασόπουλος, αμετανόητος γυναικάς με ελαστικότατη συνείδηση, είχε αγανακτήσει με τη γυναίκα του που του αρνιόταν κάτι, που άλλες του έδιναν πρόθυμα. Μεταξύ αυτών και η μητέρα της συζύγου του και πεθερά του! Ήταν η τελευταία φορά που θα επιδίδονταν σε σεξουαλική πράξη. Την επομένη θα ήταν νεκρός.

Η Φούλα Αθανασοπούλου, πανέμορφη και δροσερή στα 25 της, είχε παντρευτεί τον Αθανασόπουλο απογοητεύοντας στρατιές θαυμαστών. Ο Αθανασόπουλος, κατά πάσα πιθανότητα, διατηρούσε σχέση με τη μητέρα της, Άρτεμη Κάστρου, μια ακόλαστη και άνευ φραγμών 45 χρονη γυναίκα, η οποία δεν δίστασε να παντρέψει την κόρη της με τον εραστή της. Και το χειρότερο είναι πως, εξακολούθησε να έχει περιστασιακές ερωτικές σχέσεις με το γαμπρό της.

Εκείνη τη νύχτα ο Αθανασόπουλος ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Κακοποίησε βάναυσα τη Φούλα, η οποία κατόρθωσε να του ξεφύγει και να ζητήσει βοήθεια από τη μητέρα της. Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αθανασόπουλο είχε αρχίσει.

Η Κάστρου αποφάσισε την εκτέλεση του Αθανασόπουλου. Δεν είπε τίποτα στην κόρη της. Συνεννοήθηκε με τον 18χρονο Δημήτρη Μοσκιό, ανηψιό της, ερωτοχτυπημένο με την όμορφη Φούλα, και διανοητικά ασταθή. Ίσως να τον έπεισε λέγοντάς του πως μετά το φονικό, η Φούλα θα ήταν ελεύθερη για εκείνον να τη διεκδικήσει. Σημασία έχει πως ό,τι του είπε, τον έπεισε. Φρόντισε να τον μεθύσει με ούζο και ο Δημήτρης Μοσκιός απείχε ελάχιστα από το να γίνει δολοφόνος.

5 Γενάρη 1931. Στο σπίτι στου Χαροκόπου ο Αθανασόπουλος κοιμάται. Ο Μοσκιός τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Η Φούλα παρακολουθεί, χωρίς να συμμετέχει, αλλά και χωρίς να παρεμποδίζει το έγκλημα. Με παρότρυνση της Κάστρου και με τη βοήθεια της 38χρονης Γιαννούλας Μπέλλου, υπηρέτριας του σπιτιού, βάζουν φωτιά στο πτώμα του Αθανασόπουλου. Ο καπνός και η έντονη μυρωδιά, όμως, τις αναγκάζουν να σταματήσουν. Το πτώμα τεμαχίζεται, γίνεται πακέτα και παραδίδεται στον Σπύρο Μαγουλόπουλο, θαυμαστή επίσης της Φούλας για να το ξεφορτωθεί. Αυτός τα δίνει στον καραγωγέα Γιώργο Κορναράκη, με την εντολή να τα πετάξει στο ρέμα του Ιλισσού. Έτσι και έγινε.

Για κακή τους τύχη, τα μακάβρια δέματα σκαλώνουν στις όχθες του ποταμού, όπου τα ανακαλύπτει διερχόμενος διαβάτης. Ειδοποιείται η αστυνομία. Η αποκάλυψη των ενόχων δεν είναι μακριά.

Το έγκλημα στου Χαροκόπου έπεσε σαν βόμβα στην Αθηναϊκή κοινωνία και συντάραξε ολόκληρη της Ελλάδα, που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της από την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μάλιστα, ξεπέρασε τα όρια της χώρας και ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο. Την πολύκροτη δίκη των κατηγορουμένων παρακολούθησαν και πολλοί ξένοι ανταποκριτές.

Η δίκη θα κρατήσει αρκετούς μήνες. Κατηγορούμενοι είναι η Κάστρου, η Φούλα, ο Μοσκιός, η Μπέλλου, ο Μαγουλόπουλος, ένας ανηψιός του και ο Κορναράκης. Οι αστικές εφημερίδες της εποχής (1931-1932) πέτυχαν το «λαβράκι», για να τονίσουν την αναιμική κυκλοφορία τους. Η δίκη πρόσφερε οχτάστηλα και πολλές σελίδες πρακτικά, που κρατούσαν συντάκτες με όλες τις πικάντικες λεπτομέρειες και άφθονο φωτορεποτάζ. Ο φακός «ζούμαρε» πάνω στην πανέμορφη Φούλα, στην «μέγαιρα» Κάστρου και στον αμίλητο ανιψιό, το Μοσκιό, που ήδη είχε καταρρεύσει και χαθεί μέσα στην παράνοιά του.

Οι καταδίκες ήταν βαριές.
1) Άρτεμις Κάστρου, σύζυγος Παναγιώτου, ετών 45, εις θάνατον.
2) Σοφία Αθανασοπούλου, σύζυγος Δημητρίου, ετών 25, εις θάνατον.
3) Γιαννούλα Μπέλλου του Γεωργίου, ετών 38, εις ισόβια δεσμά
4) Δημήτριος Μοσκιός του Περικλέους ετών 18, κάθειρξις 20 ετών
5) Σπύρος Μαγουλόπουλος, κάθειρξις 18 μηνών
6)Αντώνιος Μαγουλόπουλος, ετών 23, αθώος
7) Κορναράκης Γεώργιος , ετών 34, αθώος.

Η Φούλα και η μητέρα της οδηγούνται στις φυλακές. Δεν θα μείνουν εκεί για περισσότερα από δέκα χρόνια. Ο Διευθυντής των φυλακών, ερωτεύεται τη Φούλα , την προστατεύει και κάνει τα πάντα για να περνάει καλά στη φυλακή. Με τον ίδιο τρόπο «βολεύεται» και η Κάστρου.

Η Κατοχή και η πρώτη κυβέρνηση των κουίσλιγκ, με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου, θα βγάλει με διάταγμά της από τις φυλακές τους βαρυποινίτες (υπουργός της Δικαιοσύνης ο Αντ. Λιβιεράτος) και στην περίπτωση αυτή μπήκαν κι η Φούλα μαζί με τη μάνα της, μολονότι είχαν θανατική καταδίκη. Σ’ αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα ο ερωτευμένος Διευθυντής των φυλακών, που ήταν και συγγενής του Τσολάκογλου.

Η αποφυλάκιση, από την κυβέρνηση του Τσολάκογλου, όλων των καταδικασμένων και σε θάνατο ακόμη, κάνει πιο εξοργιστικό, εγκληματικό, αυτό που έγινε, δυο μήνες πρωτύτερα (Απρίλης 1941) με την κυβέρνηση Τσουδερού, που όλα τα της διαφυγής τους προβλήματα τα ρύθμισαν και, πρώτα απ' όλα, το χρυσάφι και ξέχασαν ένα: τους κομμουνιστές, τους έγκλειστους δεσμώτες της Ακροναυπλίας, της Ανάφης... Κι όχι μόνο τους παράδωσαν με πρωτόκολλα και σφραγίδες, αλλά τους έδωσαν επίσης και όλα τα σχετικά ντοκουμέντα, καταλόγους και άλλα εμπιστευτικά, όπως είχε προστάξει η φασιστική μαφία της κυβέρνησης. Οι κομμουνιστές παραδόθηκαν στους δημίους τους.

Μάνα και κόρη αποφυλακίζονται. Η Φούλα παντρεύεται όχι τον Διευθυντή των φυλακών, αλλά έναν συνταγματάρχη, τον Αγαπητό Κομήτη. Υπήρξε υποδειγματική σύζυγος και πέθανε το 1971από καρδιά. Ένα χρόνο αργότερα πέθανε και ο σύντροφός της Η Κάστρου υπέφερε πολύ στα τελευταία της, που τα πέρασε κατάκοιτη στο κρεβάτι, τρελάθηκε και πέθανε το 1956. Ο Μοσκιός είχε πεθάνει νωρίτερα, αφού είχε εισαχθεί στο Δρομοκαϊτειο. Η πνευματική του υγεία διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα από το φόνο. Η Γιαννούλα Λάμπρου, μετά την αποφυλάκισή της, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια.

Το έγκλημα στου Χαροκόπου ήταν τόσο ειδεχθές και απεχθές, που ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά. Έγινε ακόμη και τραγούδι, σε στίχους του Γιακουμή Μοντανάρη και μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Κώστας Φέρρης αφηγείται χαρακτηριστικά:

«Το "Τραγούδι του Αθανασόπουλου" του Γιακουμή Μοντανάρη, έχει το μεγαλύτερο ρεκόρ πωλήσεων για πάντα, "κατ' αναλογίαν". Πούλησε δηλαδή περισσότερους δίσκους, απ' όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα για να το παίξουν. Λέγεται πως όλοι οι γαμπροί που είχαν κακές πεθερές, έστηναν γλέντι, και στο τέλος "σπάγανε το δίσκο" στα πόδια της πεθεράς! Λένε επίσης πως απ' αυτό προέρχεται και η φράση "θα σπάσω πλάκα". Έχει δε ως εξής:»


Η ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΠΕΘΕΡΑ
Στίχοι: ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΤΑΝΑΡΗ
Μουσική: ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ

Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη
Εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη.
Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα,
Εβάλανε τον ανηψιό και τούριξε τη σφαίρα.

Κι η Φούλα τότε φώναξε: «Μάνα μου, πως σπαράζει
Κι η μάνα της της απαντά: «Πνίχτε τον!» Και διατάζει!
- Βάλτε φωτιά και κάφτε τον, και κάντε τον κομμάτια,
κι εμπρός να τον πετάξουμε, να μη μας δούμε μάτια.»

Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε,
Φωτιά του βάζουν να καεί. Στέκονται, τον κοιτάνε.
Πω, πω! Καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον, θα πιαστούμε.
Κομμάτια να τον κάνουμε, έτσι θα σκεπαστούμε!

Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια,
Με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια.
Και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει,
Μ’ αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ‘τανε η χάρη.

Για να πιαστούν οι αίτιοι, πραγματικοί φονιάδες,
Κι όχι ο γιατρός, ο φίλος του, κι οι δύο φιλενάδες.
Ένας διαβάτης που περνά, περίεργα κοιτάζει.
Τι νάναι αυτά τα δέματα; Κακό στο νου του βάζει.

Του αστυνόμου μίλησε. Στο ρέμα πάνε πάλι.
Τα δέματα ανοίξανε, βλέπουν κορμί, κεφάλι.
Ανατριχιάζουν κι έφριξαν, σαν είδανε ανθρώπου
Κορμί, κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.

Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτουμάρης,
Λεονταρίνης και λοιποί, που πρώτος είναι ο Άρης
Που έριξε όλο το φως στην εγκληματική,
Και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.

Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
Τον άντρα σου, τα νειάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου
Βρε Φούλα πως εβάσταξες, και πως βαστάς ακόμα
Εσύ νάσαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα

Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου
Την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου.
Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις,
Από κακούργα πεθερά τα νειάτα σου να χάσεις.

Σαν τόμαθε η μανούλα του, κλίνουν τα γόνατά της,
Και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει:
- Τον γιό μου εσκοτώσανε! Πω! Πω! Κι αναστενάζει.

Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι
Εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.
Μάνα, γλυκειά μανούλα μου, πάψε τα δάκρυά σου,
Και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου.

Αυτά θα έχεις πια παιδιά. Μένα λησμόνησέ με.
Κάνε σταυρό στην Παναγιά. Μάνα! Συγχώρεσέ με!


-Το τραγούδι, που κυκλοφόρησε με τον Αντ. Νταλγκά (ηχογραφήσεις), τον Κ. Νούρο, τη Ρ. Εσκενάζη, την Μαρίκα Πολίτισσα και την Ζωή Κασιμάτη, υπολογίζεται ότι πούλησε 250.000 δίσκους. Η σύνθεση της ορχήστρας είναι κιθάρα, τσέμπαλο και βιολί. Η μελωδία ακολουθεί την κλίμακα του Κιουρντί.


Η διαμάχη για το βιβλίο

Εβδομήντα χρόνια μετά την τέλεσή του, η ιστορία αναβίωσε και τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές του στυγερού εγκλήματος που πια δεν βρίσκονται στη ζωή «ζωντάνεψαν» μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του δημοσιογράφου κ. Τάσου Κοντογιαννίδη που έψαξε, ερεύνησε, κατέγραψε και συγκέντρωσε ενδιαφέροντα στοιχεία. Το βιβλίο έτυχε πολύ καλής αποδοχής από το αναγνωστικό κοινό και το μόνο που δεν περίμενε ο συγγραφέας του ήταν... αγωγή «για προσβολή μνήμης τεθνεώτων και πρόκληση ψυχικής οδύνης» - από απογόνους της οικογένειας του θύματος που ζήτησαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου αλλά και αποζημίωση 600.000 ευρώ.

H Φούλα είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά με τον Δημήτρη Αθανασόπουλο αλλά μόνο ένα επέζησε, το μικρότερο αγόρι, που ήταν αβάπτιστο και πήρε το όνομά του. H κόρη του νεώτερου Δημήτρη Αθανασόπουλου, Κατερίνα, και η σύζυγός του Ζαχαρούλα είναι οι απόγονοι του μεγαλοεργολάβου που έκαναν την αγωγή εναντίον του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη και των εκδόσεων «Άγκυρα».

«Το βιβλίο μου "Το έγκλημα στου Χαροκόπου" κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια. Λίγους μήνες αργότερα, ήρθε και η... αγωγή που συζητήθηκε στις 25 Σεπτέμβρη», λέει στα «NEA» ο κ. Κοντογιαννίδης ενώ η απόφαση αναμένεται έως το τέλος του μήνα.

Όπως προσθέτει, ακόμη και το τραγούδι που αναφερόταν στο έγκλημα «πλήγωνε τον πατέρα της Φούλας, τον Παναγιώτη Κάστρο, που ήταν εγκατεστημένος στον Καναδά. Έστειλε λοιπόν το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 3.000.000 δραχμών στην κυβέρνηση - μέσω του Γενικού Προξένου στο Βανκούβερ - για να απαγορεύσει το τραγούδι. Κάτι που δεν πέτυχε, αφού το τραγουδούσε ήδη όλη η Ελλάδα...».

Τελικά κρίθηκε «αθώο» το περιεχόμενο του βιβλίου, για το οποίο, ο συγγραφέας, είχε πρωτοδίκως καταδικαστεί να καταβάλει 100.000 ευρώ αποζημίωση στους συγγενείς των πρωταγωνιστών της υπόθεσης.

Το Εφετείο της Αθήνας που δικαίωσε τον δημοσιογράφο αναφέρει στην απόφασή του: «Ο Τάσος Κοντογιαννίδης κινούμενος αποκλειστικά από δημοσιογραφικό ενδιαφέρον τήρησε τις επιβαλλόμενες από το επάγγελμά του υποχρεώσεις προς ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας, ο τρόπος δε της εκδήλωσης του ενδιαφέροντός του ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την ενημέρωση του κοινού».

Στην αγωγή οι συγγενείς των πρωταγωνιστών της ιστορίας υποστηρίζαν πως το περιεχόμενο του επίμαχου βιβλίου συνιστά προσβολή για τη μνήμη των δύο πρωταγωνιστριών και διεκδικούσαν αποζημίωση 600.000 ευρώ. Σε πρώτο βαθμό το δικαστήριο είχε κάνει δεκτή την αγωγή τους και είχε επιδικάσει υπέρ τους 100.000 ευρώ αποζημίωση, αλλά το Εφετείο έκρινε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος αποζημίωσής τους.



Βιβλιογραφία – Πηγές:

1. Έγκλημα στου Χαροκόπου, Τάσος Κοντογιαννίδης, Άγκυρα, 2001.
2. http://www.rebetico.gr/
3. Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
4. Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Sunday, September 17, 2006

Ο κύριος που έβαζε μικρές αγγελίες (VΙ)


Επίλογος

Ο Κόμης του Βirkenhead, διαπρεπής Οξφορδιανός και συγγραφέας του βιβλίου «Διάσημες δίκες της ιστορίας», αμφισβητεί την υπόθεση ότι ο Λαντρύ οδηγήθηκε από τη δίψα του για αίμα στους φόνους των γυναικών. «Δεν φαίνεται να υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο», γράφει στη συνέχεια των «Διασήμων δικών» που εκδόθηκε το 1929. «Ένας άντρας που μπαίνει σε μια τέτοια περιπέτεια πρέπει να κρατιέται μακριά από μπλεξίματα. Είναι προφανές, ότι κάποιες από τις γυναίκες δεν θα έδειξαν μεγάλη διάθεση να τις απαλλάξει από τις περιουσίες τους. Ο εύλογος τρόπος για να απαλλαγεί από αυτές, ήταν να τις σκοτώσει, πράγμα καθόλου δύσκολο γι αυτόν. Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ήταν αιμοβόρος και απάνθρωπος, υπόθεση που δεν είναι δύσκολο να γίνει, δεδομένου ότι μια τέτοια ζωή σαν τη δική του, θα ήταν αδύνατη για οποιοδήποτε άλλο είδος ανθρώπου».

Ο διάσημος εγκληματολόγος Colin Wilson, αποκαλεί τον Λαντρύ «αιμοβόρο τραμπούκο που του άξιζε η γκιλοτίνα». Η καταχώριση για τον Λαντρύ στην «Εγκυκλοπαίδεια του Εγκλήματος» του Wilson, αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο ο Λαντρύ κατάφερνε να γίνεται αρεστός στα θύματά του. Ήταν ευγενής και γλυκομίλητος, είχε χιούμορ και ισχυρή θέληση, χαρακτηριστικά τα οποία έγιναν εμφανή κατά την κράτησή του, την ανάκριση και, τέλος, τη δίκη του.

Το Παραμύθι του Περώ για το τέρας με την μπλε γενειάδα που σκοτώνει τις συζύγους του και εξολοθρεύεται χάρη στην περιέργεια μιας νεαρής γυναίκας, είναι μια πασίγνωστη ιστορία. Δεν συναντάται μόνο στη γαλλική λογοτεχνία, αλλά και σεωαφρικανικούς, ισπανικούς και κινέζικους θρύλους. Αν ποτέ κάποιος κατά συρροή δολοφόνος έμοιασε σε μυθική φιγούρα, αυτός ήταν ο Λαντρύ που έδωσε σάρκα και οστά στον Κυανοπώγωνα.

Δεν είναι πολλά αυτά που ξέρουμε για τον Λαντρύ, αλλά από τις πράξεις του είναι δυνατόν να συνθέσουμε ένα απλό προφίλ του. Τα θύματά του, ζωντανά και νεκρά, ήταν ανάμεσα στα πλέον ευάλωτα μέλη της κοινωνίας, άρα ήταν σαφές ότι η συνείδησή του ουδέποτε τον ενόχλησε. Ελάχιστοι κατά συρροή δολοφόνοι έχουν αισθανθεί τύψεις ή συντριβή για τις πράξεις τους, εκτός από το να εκφράσουν τη θλίψη τους που συνελήφθησαν. Τα θύματά του ήταν πάνω από 300, γεγονός που δηλώνει την απληστία του.

Ήταν, πιθανότατα, ένας ρομαντικός άντρας, ικανός να συνεπαίρνει τις μοναχικές γυναίκες και, μια και η εμφάνισή του ήταν περισσότερο κωμική από ωραία, πρέπει να ήταν ένας γλυκομίλητος και ευφυής συνομιλητής. Επίσης οι σεξουαλικές του διαθέσεις ήταν ακόρεστες.

Ο Λαντρύ ήταν έξυπνος και γλυκομίλητος, όχι μόνο με τις κυρίεςμ αλλά και με τους συστρατιώτες του και άλλους άνδρες. Ενώ εκμεταλλευόταν γυναίκες, δεν δίσταζε να προβαίνει και σε άλλες απάτες, όπως το να ξαλαφρώνει στρατιωτικούς από τις συντάξεις τους.

Ο Λαντρύ δεν ήταν απλά ένας ψυχοπαθής, όπως άλλοι κατά συρροή δολοφόνοι. Είχε την αίσθηση του καλού και του κακού, αλλά δεν εφάρμοζε τους ίδιους κανόνες για τον εαυτό του. Δικαιολογούσε την πράξη του να «απαλλάξει» κάποιον στρατιωτικό από το μισθό του, με το σκεπτικό ότι ο συγκεκριμένος άνδρας ήταν ανήθικος επειδή είχε ερωμένη. Το ότι ο ίδιος έκανε το αυτό, απατώντας όχι μόνο τη σύζυγό του αλλά και την ερωμένη του, δεν τον απασχολούσε. Εξέφρασε ένα είδος τύψεων στο δικαστήριο –όχι για τις δολοφονίες- αλλά για το γεγονός ότι η σύζυγός του, η ταλαίπωρη κυρία Remy, θα μάθαινε για τις απιστίες του από τις διάφορες καταθέσεις!

Είναι δύσκολο να βάλουμε μιαν ετικέτα στον Λαντρύ, γιατί δεν ταιριάζει πραγματικά σε καμιά συγκεκριμένη κατηγορία δολοφόνου. Ίσως ο όρος «πολλαπλός δολοφόνος» να του ταιριάζει καλύτερα από αυτόν του serial killer. Δεν μπορεί να θεωρηθεί serial killer, τουλάχιστον με τη σημερινή έννοια του όρου. Ως κατά συρροή δολοφόνους χαρακτηρίζουμε άτομα που έχουν διαπράξει τρεις ή περισσότερους φόνους, σε διαφορετικές τοποθεσίες, με οργανωμένη ή και ανοργάνωτη μέθοδο και με κάποια περίοδο ύφεσης ανάμεσα στις δολοφονίες. Οι περισσότεροι από τους φόνους δεν είναι παρά η έκφραση μια κλιμάκωσης θυμού ή λαγνείας, και ο κατά συρροή δολοφόνος συχνά αισθάνεται λύτρωση μετά τη διάπραξη ενός φόνου. Έχουν μεγάλο έλεγχο πάνω στην επιλογή των θυμάτων τους και, συνήθως, η ταυτότητά τους δεν γίνεται γνωστή παρά τη στιγμή της σύλληψής τους.

Ο Λαντρύ ανταποκρίνεται σε κάποια από αυτά τα κριτήρια, αλλά τα διαστήματα ανάμεσα στους φόνους υπάρχουν μόνο για να του εξασφαλίσουν το απαιτούμενο διάστημα να πλησιάσει τα θύματά του, να τα γνωρίσει και να τα γοητεύσει, με σκοπό το οικονομικό όφελος. Αν το σεξ ή ο θυμός ήταν οι κινητήριες δυνάμεις του, θα μπορούσε εύκολα να σκοτώνει τις γυναίκες μετά τη συνεύρεσή του μαζί τους. Επιπλέον η επιλογή των θυμάτων του θα ήταν περισσότερο τυχαία.

Ο Λαντρύ σκότωνε για χρήματα ή για να απαλλαγεί από κάποια φορτική ερωμένη. Ο τρόπος που δολοφονούσε τις γυναίκες είναι άγνωστος, αλλά από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στη βίλλα του, προφανώς δεν ήταν αιματηρός. Ενδέχεται να τις σκότωνε κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Η λαγνεία δεν ήταν το πρωταρχικό του κίνητρο, πράγμα που τον κάνει να διαφέρει από άλλους δράστες πολλαπλών φόνων, γιατί ο θυμός, η εκδίκηση ή το σεξ αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, δευτερεύοντες παράγοντες.

Οι περισσότεροι δολοφόνοι για οικονομικό όφελος, δεν καταστρέφουν τα πτώματα των θυμάτων τους. Για περιπτώσεις είσπραξης ασφαλίστρων ή κληρονομιάς, απαιτείται η ύπαρξη πτώματος για την πιστοποίηση του θανάτου και ελάχιστοι δολοφόνοι θέλουν να περιμένουν πάνω από μια δεκαετία για να εισπράξουν την «ανταμοιβή» τους. Όμως ο Λαντρύ κατέβαλε ιδιαίτερο κόπο για να καλύψει τα εγκλήματά του. Ήθελε να αποτρέψει τυχόν αναζήτησή τους και προσπαθούσε να δημιουργήσει την εντύπωση πως τα θύματά του ήταν ακόμη ζωντανά.

Στην πραγματικότητα ο Λαντρύ δημιούργησε μια νέα κατηγορία κατάταξης ενός «πολλαπλού δολοφόνου». Ήταν η ανδρική εκδοχή της αράχνης Μαύρη Χήρα, κάποιος που παίρνει ό,τι του χρειάζεται και μετά σκοτώνει το ταίρι του χωρίς τύψεις. Ο Λαντρύ συνδύαζε τα χειρότερα χαρακτηριστικά του πλέον απεχθή τύπου δολοφόνου.

Η υπόθεση Λαντρύ απασχόλησε τους συγχρόνους του πολύ, αλλά και διατήρησε το όνομά του ζωντανό στην πάροδο των χρόνων. Γράφτηκαν εκατοντάδες σελίδων, γυρίστηκαν δύο ταινίες (το Landru του Claude Chabrol, που μένει και πιο πιστό στα γεγονότα, και το Monsieur Verdoux του Charlie Chaplin), και γράφτηκε ένα θεατρικό έργο.




Βιβλιογραφία
Birkenhead, Frederick Edwin Smith, More Famous Trials. Garden City, N.Y.: The Sundial Press 1929.
Crimes and Punishment: A Pictorial Encyclopedia of Aberrant Behavior. The Symphonette Press, 1973
Gaute, J.H.H. and Odell, Robin, The Murderers’ Who’s Who. New York: Methuen, Inc. 1979.
Wilson, Colin and Patricia Pitman, Encyclopaedia of Murder. London: A. Barker. 1961

Mark Gribben, The French Bluebeard. Crime Library, 2005



Μετάφραση από τα αγγλικά-σύνθεση: Composition Doll


Saturday, September 16, 2006

Ο κύριος που έβαζε μικρές αγγελίες (ΙΙΙ)

Η δίκη

Είναι αναμφίβολο πως η δίκη του Λαντρύ συνεπήρε τους συμπατριώτες του. Ας εξετάσουμε λίγο την εποχή κατά την οποία συνέβη. Ο Λαντρύ συνελήφθη τον Απρίλιο του 1919 στο σπίτι του στο Παρίσι, όπου συζούσε με την 27χρονη ερωμένη του Fernande Segret, την οποία είχε «ψαρέψει» σε έναν σταθμό λεωφορείων της πόλης. Η Γαλλία ανάρρωνε ακόμη από τον αιματηρότερο πόλεμο στην ιστορία του πολιτισμού και οι ειρηνευτικές συνομιλίες στις Βερσαλλίες δεν πήγαιναν καλά. Οι διάφορες ελλείψεις αγαθών και η οικονομική ύφεση κυριαρχούσαν και μια υπόθεση που υποσχόταν σεξ, κουτσομπολιό και αποτρόπαιους φόνους, ήταν ευπρόσδεξτη από τις εφημερίδες, σαν εναλλαγή στην καθημερινή, δύσκολη ζωή της μεταπολεμικής Γαλλίας.

Πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψη μας ότι το 1919 ο όρος «serial killer» δεν υπήρχε. Αν και οι πολλαπλοί φόνοι δεν ήταν άγνωστοι στην Ευρώπη, ήταν ακόμη μια καινοτομία (αντίθετα με σήμερα, όπου το φαινόμενο ενός κατά συρροή δολοφόνου είναι τόσο κοινό όσο αυτό των πορτοφολάδων στον 19ο αιώνα). Οι φόνοι που είχαν διαπραχθεί από τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη στην άλλη πλευρά της Μάγχης, απείχαν μόνο 40 χρόνια και ένα ανθρώπινο τέρας που μπορούσε να σκοτώσει τόσους πολλούς χωρίς τύψεις, ήταν αδιανόητο τόσο για τους Γάλλους όσο και για τους Άγγλους. Η ιδέα ότι ένας Γάλλος, ένας Παριζιάνος ιδιώς, ήταν ικανός για τέτοιες φρικαλεότητες, είχε βαθύ αντίκτυπο στην κοινωνία.

Η δίκη του Λαντρύ άρχισε τον Νοέμβρη του 1921 και διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα.

Το γαλλικό σύστημα δικαιοσύνης είχε ιδρυθεί το 1848 και ενώ, ως συνήθως πιστεύουμε, δεν θεωρεί κάποιον ένοχο μέχρι να αποδειχτεί η αθωότητά του, είναι επικεντρωμένο στον κατηγορούμενο σε όλη τη διάρκεια της δίκης. Όχι μόνο οι τρεις δικαστές της έδρας συμπεριφέρονται ως ανακριτές αλλά, επιπλέον, οι Γάλλοι επιτρέπουν την ανάκριση του κατηγορουμένου, προκειμένου να διαφωτιστούν σημεία της δίκης, μπροστά στους ενόρκους. Επίσης, οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να κάνουν αγωγές για βλάβη κατά τη διάρκεια της δίκης και ο νομικός τους σύμβουλος μπορεί να θέσει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο και να επιχειρηματολογήσει ενώπιον των ενόρκων.

Εξακολουθώντας να πιστεύει λανθασμένα ότι δεν θα μπορούσαν να τον καταδικάσουν χωρίς τα πτώματα, ο Λαντρύ έστησε έναν τοίχο απέναντι στο δικαστήριο. Αρνιόταν να απαντήσει στις ερωτήσεις και έλεγε ότι το τι ήξερε για τις εξαφανίσεις ήταν μόνο δική του υπόθεση και κανενός άλλου!

Επίσης πίστευε ότι επειδή είχε κριθεί ως πνευματικά υγιής και ικανός να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου, η αθώωσή του ήταν εξασφαλισμένη. «Παραδεχόμενοι πως είμαι πνευματικά υγιής, επιβεβαιώνουν την αθωότητά μου», είπε στους ρεπόρτερς των εφημερίδων που κάλυπταν τη δίκη. Για μέρες αντιμετώπιζε με αυτόν τον τρόπο την συντριπτική ανάκριση του δικαστηρίου, χωρίς να αλλάζει στάση. «Δεν έχω τίποτα να πω», έλεγε διαρκώς, προς απογοήτευση των παρισταμένων. Κάθε φορά που μια καινούργια απόδειξη έρχονταν στο φως, ο Λαντρύ περιοριζόταν σε ένα ανασήκωμα των ώμων και αρνιόταν οτιδήποτε ή δεν δεχόταν να το συζητήσει.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, η υγεία του Λαντρύ άρχισε να φθίνει. Άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις, αλλά η κατηγορούσα αρχή εύκολα ανέτρεπε τους ισχυρισμούς του. Η στρατηγική του ήταν μια απόλυτη γκάφα, έγραψε ο Λόρδος Birkenhead. «Όπου χρειάζονται εξηγήσεις», έγραψε, «εκτός από την περίπτωση που θα αποβούν σε βάρος του κατηγορουμένου, η άρνηση ή η αποτυχία στο να της δώσεις, καταλήγουν σε βάρος του κατηγορουμένου τελικά».

Η στάση του Λαντρύ απέναντι στο δικαστήριο, βάρυνε αρνητικά γι αυτόν στη συνείδηση των ενόρκων. Η τάση του να απαντά με σαρκασμό και ειρωνεία, απέδειξε πως ήταν το είδος του άντρα που θα μπορούσε, πολύ εύκολα, να εξαπατήσει γυναίκες και να τις καταστήσει θύματά του.

Οι ένορκοι χρειάστηκαν μόνο δυο ώρες -μετά από σχεδόν 25 μέρες καταθέσεων- για να αποφασίσουν ότι ο Λαντρύ σκότωσε τις 11 γυναίκες. Η ποινή, για τέτοιο έγκλημα, ήταν θάνατος.

Οι τροχοί της γαλλικής δικαιοσύνης κινούνται γρήγορα. Μόλις δυο μήνες είχαν περάσει από την καταδίκη του και ο Λαντρύ ειδοποιήθηκε ότι επρόκειτο να εκτελεστεί άμεσα. Σε αντίθεση με το αμερικανικό σύστημα, όπου ο καταδικασμένος ξέρει από πολύ νωρίς την ημερομηνία της εκτέλεσής του, το γαλλικό σύστημα δεν τον ενημερώνει παρά μόνο όταν η ημερομηνία αυτή είναι πολύ κοντά.

Η γκιλοτίνα είναι μια περίεργη μέθοδος εκτέλεσης και, αν και θεωρείται ανθρωπιστική, υπάρχουν ερωτηματικά αναφορικά με το πόσο γρήγορα πεθαίνει κάποιος που έχει αποκεφαλιστεί. Δύο γιατροί τη δεκαετία του 1960 έγραψαν πως «ο θάνατος δεν είναι ακαριαίος, Κάθε ζωτικό όργανο επιζεί του αποκεφαλισμού… είναι μια βάρβαρη ζωοτομία που ακολουθείται από πρόωρη ταφή». Οι γιατροί Piedlievre και Fournier ισχυρίστηκαν ότι ο εγκέφαλος είναι ικανός να διασπά σύνθετα σάκχαρα στους νευρώνες σε οξυγόνο, για περίπου έξη λεπτά μετά τον αποκεφαλισμό.

Πάντως, τον Φεβρουάριο του 1922, ο Λαντρύ αποκεφαλίστηκε.
Αποχαιρέτισε τους δικηγόρους του και τους χάρισε κάποια έργα ζωγραφικής που είχε φτιάξει στη φυλακή. Εάν είχαν ψάξει στην κορνίζα, θα είχαν βρει ένα σημείωμα του Λαντρύ, στο οποίο παραδεχόταν τους φόνους και τον τρόπο που ξεφορτώνονταν τα πτώματα. Αυτό το σημείωμα, όμως, δεν ανακαλύφτηκε παρά πέντε δεκαετίες αργότερα. Αρνήθηκε να λειτουργηθεί και δεν δέχτηκε το τελευταίο, παραδοσιακό, ποτήρι κονιάκ που του πρόσφερε ένας από τους δεσμοφύλακές του. Ο Λαντύ αρνήθηκε αγανακτισμένος να προβεί σε κάποια δήλωση, απαντώντας ότι η ερώτηση και μόνο ήταν προσβολή!

Ο Λαντρύ στάθηκε μπροστά στη γκιλοτίνα, που αποτελούσε το προσφιλές μέσον εκτέλεσης των Γάλλων από την επανάστασή τους, λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πριν. Γονάτισε και μέσα σε ελάχιστα λεπτά η λεπίδα έπεσε και ένας από τους ψυχρότερους μαζικούς δολοφόνους πέθανε, χωρίς να μετανοήσει για τα εγκλήματά του.



Συνεχίζεται

Friday, September 15, 2006

Ο κύριος που έβαζε μικρές αγγελίες (ΙΙ)

Η δράση και τα θύματα

Το 1914, η παρακάτω αγγελία δημοσιεύθηκε στις παρισινές εφημερίδες: «Χήρος με δύο παιδιά, 43 ετών, με οικονομική άνεση, σοβαρός και ανήκων στην καλή κοινωνία, επιθυμεί να συναντήσει χήρα αναλόγων προσόντων, με σκοπό το γάμο».

Για μια γαλλίδα χήρα, η οποία ήταν αντιμέτωπη με μια ζωή μοναξιάς και οικονομικής ανέχειας στην εμπόλεμη Γαλλία της οικονομικής ύφεσης, μια τέτοια αγγελία έμοιαζε θεόσταλτη. Ο Λαντρύ, ο οποίος είχε βάλει την αγγελία, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να συναντά γυναίκες.

Η πρώτη γυναίκα η οποία συνάντησε τον Κυανοπώγωνα του 20ου αιώνα, ήταν η Mme Cuchet, μια 39χρονη γυναίκα με έναν 16χρονο γιο, τον Αντρέ. Η Cuchet εργαζόταν σε ένα κατάστημα εσωρούχων στο Παρίσι και με το ζόρι συντηρούσε τον εαυτό της και το παιδί της, όταν γνωρίστηκε με τον Λαντρύ. Της συστήθηκε ως κύριος Diard, μηχανικός. Η σχέση τους άνθισε, αλλά όχι χωρίς προβλήματα.

Το σχέδιο του Λαντρύ σχεδόν αποκαλύφθηκε πριν προλάβει να το εκτελέσει. Η Cuchet, η οποία αντιμετώπιζε την άρνηση της οικογένειάς της αναφορικά με αυτή τη σχέση, προσπαθώντας να εξομαλύνει την κατάσταση, ικέτεψε τους οικείους της να την ακολουθήσουν στη βίλλα του Diard, κοντά στο Chantilly, με σκοπό τη συμφιλίωση. Όταν έφτασαν ο Λαντρύ έλειπε, και η οικογένεια της Cuchet θεώρησε καλό να ψάξει το σπίτι. Ο γαμπρός της ανακάλυψε σε ένα ντουλάπι πολλά γράμματα γυναικών προς τον Λαντρύ, και προσπάθησε να πείσει την Cuchet πως ο «καλός» της ήταν ένας κοινός απατεώνας. Η Cuchet αγνόησε τις παραινέσεις της οικογένειάς της να τον εγκαταλείψει. Επιπλέον νοίκιασε και επίπλωσε μια βίλλα στο Vernouillet, έξω από το Παρίσι, αποξενώθηκε από τους δικούς της και μετακόμισε εκεί με το γιο της και τον Diard. Η τελευταία φορά που η Cuchet και ο γιος της θεάθηκαν ζωντανοί, ήταν τον Γενάρη του 1915. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη μετακόμιση ο Λαντρύ άνοιξε ένα λογαριασμό τράπεζας με 5.000 φράγκα, τα οποία ισχυρίστηκε πως είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Φυσικά, επρόκειτο για τις οικονομίες της Cuchet. Μετά την εξαφάνιση της Cuchet και του γιου της, ο Λαντρύ χάρισε στη γυναίκα του το ρολόι της Cuchet, ως δώρο.

Το επόμενο θύμα του ήταν μια αργεντινή, η Mme Laborde-Line, χήρα ξενοδόχου. Είχε πει στις φίλες της πως επρόκειτο να παντρευτεί έναν γοητευτικό βραζιλιάνο μηχανικό, αλλά λόγω της γραφειοκρατίας είχαν αποφασίσει να αναβάλουν την τελετή και να συγκατοικήσουν. Στη συνέχεια ένας άντρας, που οι γείτονες αναγνώρισαν αργότερα ως τον Λαντρύ, επέστρεψε σπίτι της για να πάρει τα έπιπλά της, στέλνοντας μερικά στη βίλλα του και κάποια άλλα σε ένα γκαράζ στο Niuelly. Η τελευταία φορά που κάποιος είδε ζωντανή τη Laborde-Line, ήταν όταν μετακόμισε στη βίλλα, μαζί με τα δύο της σκυλιά.

Η Mme Guillin, μια χήρα 51 ετών της οποίας το πλήρες όνομα ήταν Marie Angelique Desiree Pelletier, θεάθηκε στη βίλλα ένα μήνα αργότερα. Επίσης, το 1915, μια Mme Heon, που επισκέφτηκε το σπίτι στο Vernouillet, εξαφανίστηκε.

Το κατά πόσον υπήρξαν και άλλες ανάμεσα στους φόνους της Heon και της 19χρονης Andree Babelay, μιας υπηρέτριας που εξαφανίστηκς τον Μάρτη του 1917, ενώ πήγαινε να επισκεφτεί τη μητέρα της, είναι άγνωστο. Όπως άγνωστο είναι και γιατί δολοφονήθηκε η Babelay. Ήταν πάμφτωχη και δεν είχε τίποτα να δώσει στον Λαντρύ, εκτός από τα θέλγητρά της. Μήπως, όπως η Φατίμα του θρύλου του Κυανοπώγωνα, ανακάλυψε το μυστικό του Λαντρύ? Πάντως, το σίγουρο είναι πως ακολούθησε τη μοίρα των άλλων θυμάτων του Λαντρύ και κανείς δεν την ξαναείδε ζωντανή μετά τη συνάντησή της μαζί του.

Μετά την εξαφάνιση της Babelay, ο Λαντρύ ασχολήθηκε με οικονομικές απάτες, άφησε τη βίλλα στο Vernouillet για μιαν άλλη στο Gambais και σύντομα εγκατέστησε εκεί έναν μεγάλο, μαντεμένιο κλίβανο. Έμεινε ήσυχος για δυο χρόνια, περίπου, αλλά σύντομα ξαναγύρισε στις δολοφονικές του συνήθειες.

Ο Λαντρύ φλέρταρε τη Mme Buisson, μια πλούσια χήρα, για περίπου ένα χρόνο πριν καταφέρει να την απομακρύνει από την οικογένειά της. Εγκαταστάθηκε με τον Λαντρύ στο Gambais, χωρίς το γιο της, ο οποίος πήγε να μείνει με μια θεία του. Η Buisson εθεάθη για τελευταία φορά την Απρίλιο του 1917.

Το επόμενο θύμα του στο Gambais, ήταν η Mme Louise Leopoldine Jaume, η οποία εξαφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1917. Μετά την εξαφάνισή της, οι γείτονες του Λαντρύ στο Gambais παρατήρησαν, μαύρο και με βαρειά μυρωδιά καπνό να βγαίνει από τη βίλλα του.

Η εξαφάνιση της Annette Pascal, 38 ετών, ακολούθησε εκείνη της Jaume, την άνοιξη του 1918. Τέλος, η Marie Therese Marchadier, μια «αρτίστα» ιδιαιτέρως δημοφιλής ανάμεσα στους κατώτερους αξιωματικούς του γαλλικού στρατού, γνωρίστηκε με τον Λαντρύ, όταν εκείνος την επισκέφτηκε στο σπίτι της στο Παρίσι για να αγοράσει κάποια από τα έπιπλά της. Μια «φιλία» άνθισε, τον ακολούθησε στο Gambais στα τέλη του 1918, και εξαφανίστηκε και αυτή.

Συνολικά 10 γυναίκες, ένα αγόρι και δύο σκυλιά εξαφανίστηκαν όταν οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν με εκείνον του Λαντρύ. Εντούτοις η αστυνομία ουδέποτε τον είχε υποπτευθεί. Θα χρειάζονταν οι αγωνιώδεις αναζητήσεις δύο οικογενειών για να φέρουν τον Λαντρύ ενώπιον της δικαιοσύνης.

Ο Λαντρύ κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες να αποξενώνει τα θύματά του από τις οικογένειές τους, αλλά μετά τους θανάτους τους, κατέβαλε εξίσου σκληρές προσπάθειες να επιβεβαιώνει τις οικογένειες ότι οι αγαπημένες τους ήταν ζωντανές και ευτυχισμένες. Δύο από τις φίλες της Guillin έλαβαν κάρτες από τον Λαντρύ, οι οποίες έλεγαν πως η Guillin δεν μπορούσε να τους γράψει η ίδια. Πλαστοποίησε ένα γράμμα της Buisson στη μοδίστρα της και ένα άλλο στο θυρωρό του διαμερίσματός της στο Παρίσι. Ο Λαντρύ παρουσιάστηκε ως ο δικηγόρος της Jaume, η οποία έπαιρνε διαζύγιο από το σύζυγό της, και κατάφερε να κλείσει επιτυχώς τους τραπεζικούς της λογαριασμούς.

Δύο χρόνια μετά τη συνάντηση της Buisson με το Λαντρύ, ο γιος της (ο οποίος ζούσε με την αδελφή της) πέθανε. Φυσικά, η οικογένεια θέλησε να ειδοποιήσει την κυρία Buisson αλλά στάθηκε αδύνατον να τη βρουν. Η αδελφή της θυμήθηκε ότι η Buisson της είχε εκμυστηρευθεί πως επρόκειτο να μετακομίσει στο Gambais και να συγκατοικήσει με κάποιον κ. Fremiet. Έγραψε στοο Δήμαρχο του Gambais, αναζητώντας βοήθεια για να εντοπίσει τη Buisson ή τον Fremiet. Ο Δήμαρχος απάντησε πως δεν γνώριζε κανέναν από αυτούς, αλλά πρότεινε να την φέρει σε επαφή με την οικογένεια κάποιας κυρίας Collomb, η οποία είχε επίσης εξαφανιστεί, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, στο Gambais.

Εν αγνοία όλων, η Collomb είχε εξαφανιστεί μετά τη γνωριμία της με τον Λαντρύ στις αρχές του 1917.

Ο Δήμαρχος είπε επίσης στην αδελφή της Buisson, ότι στη συγκεκριμένη βίλλα δεν έμενε ο Fremiet (o «αρραβωνιαστικός» της αδελφής της), αλλά κάποιος Dupont. Όταν οι αστυνομία επισκέφθηκε τη βίλλα δεν βρήκε ούτε Guillet, ούτε Dupont, ούτε Diard (το όνομα που ήξερε η οικογένεια της Collomb), αλλά ούτε και Λαντρύ. Η βίλλα ήταν άδεια με εμφανή, όμως, σημάδια ότι κάποιος την κατοικούσε μέχρι πρόσφατα.

Η δεσποινίς Lacoste, η αδελφή της Buisson, δεν αποθαρρύνθηκε. Είχε δει τον «Fremiet» και άρχισε να περιφέρεται στην παλιά γειτονιά του στο Παρίσι αναζητώντας τον. Το 1919, η επιμονή της ανταμοίφθηκε. Είδε τον Λαντρύ να βγαίνει από ένα παντοπωλείο και τον ακολούθησε για να τον χάσει, όμως, αργότερα μέσα στο πλήθος. Επέστρεψε στο παντοπωλείο και ρώτησε για να μάθει ότι το όνομα του συγκεκριμένου άντρα δεν ήταν Fermiet αλλά Guillet και ότι ζούσε στην οδό Rochechouart με την ερωμένη του. Κάλεσε αμέσως την αστυνομία και ο Λαντρύ συνελήφθη.

Αλλά με τι κατηγορία θα τον κρατούσαν? Ήταν, οπωσδήποτε, ύποπτος για φόνο αλλά πτώμα δεν υπήρχε και ο Λαντρύ αρνιόταν να πει οτιδήποτε στις αρχές.

Επέστρεψαν στο Gambais, όπου διεξήγαν ενδελεχή έρευνα. Έσκαψαν τον κήπο αναζητώντας θαμμένα πτώματα, αλλά το μόνο που βρήκαν ήταν τα οστά δύο σκυλιών. Η έρευνα στην παλιά του βίλλα στο Vernouillet απεδείχθη εξίσου άκαρπη. Το μόνο που τους είχε απομείνει να εξετάσουν ήταν ένα κρυπτογραφημένο σημειωματάριο του Λαντρύ, όπου κατέγραφε σχολαστικά τα έσοδα και τα έξοδά του.

Ανάμεσα, όμως, στις άφθονες σημειώσεις του, υπήρχαν ορισμένα ονόματα τα οποία ενδιέφεραν τις αρχές. Σε μια από τις σελίδες υπήρχε η καταχώριση «A Cuchet, G. Cuchet, Bresil, Crozatier, Havre. Ct. Buisson, A. Collomb, Andree Babelay, M. Louis (sic) Jaume, A. Pascal, M. Thr. Mercadier». Τα ονόματα Buisson και Colomb έλειπαν και η αστυνομία σύντομα διαπίστωσε ότι οι δύο Cuchet ήταν επίσης εξαφανισμένοι. Έτσι συμπέραναν πως αυτή ήταν μια λίστα με τα θύματα του Λαντρύ. Και πάλι, όμως, δεν υπήρχαν πτώματα.

Έχοντας τη λανθασμένη εντύπωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταδικαστεί για φόνο, χωρίς να υπάρχουν τα πτώματα, ο Λαντρύ παρέμενε σιωπηλός και αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αρχές. Για δύο χρόνια η αστυνομία ερευνούσε τις εξαφανίσεις των θυμάτων, χωρίς, ωστόσο, ο Λαντρύ να παραδεχτεί το παραμικρό. Σιγά-σιγά διαπίστωσαν πως τα ονόματα στη λίστα στο σημειωματάριο του Λαντρύ, τον είχαν γνωρίσει αφού είχαν απαντήσει σε αγγελία που είχε βάλει στις εφημερίδες. Επίσης είχε καταγράψει τα έξοδα για τα εισιτήρια (τα δικά του και των θυμάτων του) από το Παρίσι στο Gambais. Για τον εαυτό του είχε βγάλει εισιτήριο με επιστροφή. Για τα θύματά του μόνο μετάβασης.

Οι κήποι των σπιτιών σε Gambais και Vernouillet σκάφτηκαν ξανά και ξανά. Οι αρχές προσπάθησαν να συνδέσουν τον Λαντρύ με αγορές οξέων και άλλων χημικών, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, οι γείτονές του στο Gambais μίλησαν για τους δύσοσμους καπνούς που συχνά έβγαιναν από την κουζίνα του. Ο κλίβανος, που ο Λαντρύ είχε εγκαταστήσει στη βίλλα στο Gambais λίγο μετά την άφιξή του, εξετάστηκε εξονυχιστικά και μακάβρια ευρήματα ήρθαν στο φως. Στις στάχτες, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν μικρά κόκαλα, αναμφίβολα ανθρώπινα, καθώς και καμένα αλλά ακόμη αναγνωρίσιμα κουμπιά από γυναικεία φορέματα. Ο Λαντρύ εξαφάνιζε τα θύματά του καίγοντας τα πτώματά τους. Παρέμενε ακόμη μυστήριο το πώς τις είχε σκοτώσει, αλλά το τι είχε συμβεί στις Buisson και Colomb, καθώς και στις άλλες εννιά, ήταν φανερό.

Δύο χρόνια μετά τη σύλληψή του, ο Λαντρύ κατηγορήθηκε για 11 φόνους και παραπέμφθηκε σε δίκη.





Συνεχίζεται

Wednesday, September 13, 2006

Ο κύριος που έβαζε μικρές αγγελίες (Ι)


Εισαγωγή

Το 1869, γεννήθηκε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της 3ης Δημοκρατίας, ο Henri Desiré Landru. Ο πατέρας του ήταν πυροσβέστης και η μητέρα του νοικοκυρά. Τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον. Ο μικρός Henri Desiré θεωρείται έξυπνο παιδάκι. Φοιτά σε Καθολικό σχολείο και κάνει το παπαδοπαίδι στο θρησκευτικό τάγμα του Αγ. Λουδοβίκου. Η σχολική του ηλικία τελειώνει, όπως πολλών παιδιών εκείνη την εποχή, γύρω στα 17, αφού έχει προλάβει να διδαχτεί μηχανολογία.

Σε ηλικία 18 ετών κατατάσσεται στο στρατό. Διακρίνεται κατά τη θητεία του στις ένοπλες δυνάμεις και, μέχρι να αποστρατευτεί τέσσερα χρόνια αργότερα, φτάνει μέχρι το βαθμό του λοχία.Ήδη, από τα χρόνια της εφηβείας του ο Henri Desiré Landru είχε αντιληφθεί ότι ήταν κατά πολύ εξυπνότερος των συμμαθητών του και είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες. Το 1891, θα αποπλανήσει την εξαδέλφη του δεσποινίδα Remy, η οποία θα γεννήσει το παιδί του, ένα κοριτσάκι. Δυο χρόνια αργότερα, και ενώ ήταν στον στρατό, ο Λαντρύ θα την παντρευτεί. Μετά το γάμο αποστρατεύεται και πιάνει δουλειά ως υπάλληλος. Ο εργοδότης του τον εξαπατά και φεύγει με ένα μεγάλο ποσό που ανήκε στον Λαντρύ. Θα έλεγε κανείς πως το γεγονός αυτό τον σημάδεψε και αποφάσισε να «εκδικηθεί» για την αδικία που του έγινε, ακολουθώντας μια ζωή εγκληματική. Συνεχίζει να είναι διάκος στην εκκλησία της ενορίας του και συμμετέχει στην εκκλησιαστική χορωδία. Ασχολείται με επιχειρήσεις: γίνεται μεταπράτης μεταχειρισμένων επίπλων και ιδιοκτήτης γκαράζ. Συγχρόνως αρχίζει να ασχολείται με απάτες.Ο Λαντρύ ήταν αρκετά κοντός, καραφλός, με γένεια πυκνά και καστανοκόκκινα. Τα φρύδια του ήταν σμιχτά και πυκνά, σχημάτιζαν τόξο πάνω από τα μάτια του, δίνοντάς του μιαν έκπληκτη έκφραση. Η εμφάνιση του Λαντρύ κάθε άλλο παρά ύποπτο τον καθιστούσε, για εξαπάτηση πάνω από 300 γυναικών. Ο Λαντρύ τους πουλούσε έρωτα και συναίσθημα και της «αλάφρωνε» από τις οικονομίες τους. Υπήρχε, όμως, κάτι πάνω σ’ αυτόν τον πωλητή μεταχειρισμένων επίπλων και μηχανικό αυτοκινήτων, που τον καθιστούσε ακαταμάχητο για τις ευάλωτες γυναίκες. Και για δέκα από αυτές, η προθυμία τους να πιστέψουν τα ψέματά του, τους κόστισε κάτι παραπάνω από τις οικονομίες τους. Το τίμημα που πλήρωσαν για τη γοητεία που άσκησε πάνω τους ο Κυανοπώγωνας του 20ου αιώνα, ήταν η ίδια τους η ζωή.
Τα θύματα του Λαντρύ είναι κυρίως μεσόκοπες χήρες, τις οποίες συναντά μέσω της δουλειάς του με τα έπιπλα. Πολλές από αυτές τον επισκέπτονται για να πουλήσουν τα έπιπλά τους και να εξοικονομήσουν χρήματα, φοβούμενες τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Ο Λαντρύ όχι μόνο ενισχύει τους φόβους τους, αλλά και τις πείθει να του εμπιστευθούν τις οικονομίες τους, προκειμένου να τις επενδύσει. Φυσικά, τις κλέβει!

Το σύστημά του δουλεύει καλά μέχρι, περίπου, το 1900, όπου ο Λαντρύ μπαίνει για πρώτη φορά σε αίθουσα γαλλικού δικαστηρίου ως κατηγορούμενος. Καταδικάζεται σε διετή φυλάκιση επειδή προσπάθησε να κάνει ανάληψη χρημάτων από έναν λογαριασμό με πλαστή ταυτότητα. Κατά τη σύλληψή του ο Λαντρύ προσπάθησε (κατά άλλους υποκρίθηκε πως προσπάθησε) να αυτοκτονήσει.

Παραμένει παντρεμένος με την κυρία Remy και αποκτούν τέσσερα παιδιά. Την επόμενη δεκαετία ο Λαντρύ μπαινοβγαίνει στη φυλακή για διάφορες απάτες. Γύρω στο 1908 θα συλλάβει το σχέδιο που, τελικά, θα τον οδηγήσει στη γκιλοτίνα.
Εκείνη τη χρονιά ο Λαντρύ, ο οποίος βρισκόταν ήδη στη φυλακή στο Παρίσι για απάτη, θα οδηγηθεί στη Λιλ, προκειμένου να δικαστεί για άλλη του παράνομη ενέργεια. Είχε δημοσιεύσει μιαν αγγελία γάμου, όπου παρουσιαζόταν ως εύπορος χήρος και ζητούσε νύφη αναλόγων προσόντων. Γνώρισε μια 40χρονη χήρα, την Mme Izore, την οποία εγκατέλειψε αφού την «ξαλάφρωσε» από την προίκα της που περιελάμβανε 15.000 φράγκα. Η χήρα τον κατήγγειλε και ο Λαντρύ οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου του επεβλήθη τριετής φυλάκιση. Η «προίκα» είχε ήδη φαγωθεί.Αφέθηκε ελεύθερος λίγο πριν την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, προφανώς υποσχόμενος ότι θα στρατευθεί. Μέχρι τότε είχε ήδη οδηγήσει τον πατέρα του στην αυτοκτονία από ντροπή για τα «κατορθώματα» του γιου του και είχε αφήσει την οικογένειά του απένταρη και τα ταπεινωμένη. Η μητέρα του Λαντρύ πέθανε το 1910. Ο ίδιος περιφερόταν στη γαλλική επαρχία, γνωρίζοντας πως είχε καταδικαστεί ερήμην για διάφορες απάτες και είχε καταδικαστεί σε ισόβια εξορία στη Νέα Καληδονία.

Όταν άρχισε ο πόλεμος ο Λαντρύ, ο οποίος ήταν ακόμη παντρεμένος με τη Mme Remy αλλά είχαν αρχίσει να αποξενώνονται, άρχισε τις πράξεις που θα οδηγούσαν στην πτώση του. Ίσως ήταν ο πόλεμος με το αβέβαιο μέλλον του και τον επαπειλούμενο θάνατο που κουβαλούσε που έκανε τον Λαντρύ δολοφόνο, ίσως ήταν τα χρόνια που πέρασε στις, αναμφισβήτητα, σκληρές γαλλικές φυλακές, ίσως, πάλι, να ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό.


Συνεχίζεται