Thursday, August 31, 2006

Εγκώμιο του Εγκλήματος


Ο φίλος μου ο Αλέκος, για τη δημιουργία του βλογ τούτου, μου χάρισε ένα μικρό, μικρούλικο βιβλιαράκι. Το περίφημο «Εγκώμιο του Εγκλήματος» του Καρλ Μαρξ. Γράφτηκε ανάμεσα στα 1860 και 1862. Οι εκδότες του Μαρξ το ενσωμάτωσαν στις Θεωρίες της υπεραξίας, τόμος IV του Κεφαλαίου. Στα ελληνικά το βρίσκετε μόνο του, σε έκδοση της ΑΓΡΑΣ και σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη.

Το παραθέτω αυτούσιο.

«Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θ’ απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμμα με το οποίο ο ίδιος καθηγητής ρίχνει στη γενική αγορά τις παραδόσεις του εν είδει «εμπορεύματος». Έτσι πολλαπλασιάζεται ο εθνικός πλούτος. Για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράμματος στο δημιουργό του, όπως μας λέει ένας πολύ αξιόπιστος μάρτυρας, ο καθηγητής Roscher.

Πέραν τούτου, ο καθηγητής παράγει ολόκληρη την αστυνομία και την ποινική δικονομία, κλητήρες, δικαστές, δήμιους, ενόρκους και λοιπά. Όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι επαγγελματικοί κλάδοι, που αποτελούν ισάριθμες κατηγορίες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος, φτιάχνουν νέες ανάγκες αλλά και νέους τρόπους για την ικανοποίησή τους. Και μόνο τα βασανιστήρια έγιναν αφορμή για τις ευφυέστερες μηχανικές εφευρέσεις, ενώ πλήθος τίμιοι χειρώνακτες απασχολούνται στην παραγωγή των σχετικών εργαλείων.

Ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια «υπηρεσία» στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν, όχι μόνο η Ενοχή του Müllner και οι Ληστές του Schiller, αλλά και αυτός ο Οιδίπους και ο Ριχάρδος ο Τρίτος. Ο εγκληματίας σπάζει τη μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει, λοιπόν, ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. Το έγκλημα αποσύρει από την αγορά εργασίας ένα τμήμα του περιττού πληθυσμού, οπότε μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, εμποδίζοντας, ως ένα βαθμό, την πτώση του μισθού κάτω από το ελάχιστο όριο, ενώ παράλληλα ο αγώνας εναντίον του εγκλήματος απορροφά ένα άλλο τμήμα του ίδιου πληθυσμού. Άρα ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μια από εκείνες τις φυσικές «εξισορροπήσεις» που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μιαν ολόκληρη προοπτική «ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης».

Οι επενέργειες του εγκλήματος στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια. Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα, αν δεν υπήρχαν κλέφτες? Η νομισματοκοπία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα, αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες? Το μικροσκόπιο θα έβρισκε ποτέ τρόπο να περάσει στη συνήθη εμπορική σφαίρα (βλ. και Babbage), αν δεν γινόταν απάτη στο εμπόριο? Τέλος, η εφαρμοσμένη χημεία δεν οφείλει στη νοθεία των εμπορευμάτων και στην προσπάθεια ανακάλυψής της όσα ακριβώς οφείλει και στον τίμιο παραγωγικό ζήλο? Το έγκλημα επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να προσβάλει την ιδιοκτησία, κι έτσι γεννά και νέα αμυντικά μέσα, οπότε επιδρά παραγωγικά στην ανακάλυψη νέων μηχανών – όπως ακριβώς και οι απεργίες. Ας αφήσουμε όμως τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρξει η παγκόσμια αγορά? Θα υπήρχαν έθνη? ‘Αραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι, ταυτόχρονα, και δέντρο της γνώσης, από την εποχή του Αδάμ ως σήμερα? Στο Μύθο Των Μελισσών (1705) ο Mandeville έχει αποδείξει την παραγωγική δύναμη που διαθέτουν όλα τα πιθανά είδη επαγγελμάτων, αλλά και το γενικό συμπέρασμα όλου αυτού του επιχειρήματος:

«Αυτό που ονομάζουμε στον κόσμο μας Κακό, είτε ηθικό είτε φυσικό, είναι η μεγάλη αρχή που μας κάνει κοινωνικά πλάσματα, η σταθερή βάση, η ζωή και το στήριγμα όλων των τεχνών και των ενασχολήσεων ανεξαιρέτως. Και τη στιγμή που θα έπαυε να υπάρχει το Κακό, η κοινωνία θα ήταν καταδικασμένη να φθαρεί, αν όχι να καταποντιστεί αύτανδρη.»

Μόνο που, βέβαια, ο Mandeville ήταν απείρως πιο τολμηρός και έντιμος από τους Φιλισταίους απολογητές της αστικής κοινωνίας».

Αυτό ήταν το, κατά Κάρολο Μαρξ, εγκώμιο του εγκλήματος. Το βλογ τούτο, βαθιά μαρξιστικό, ξεκινά από αύριο την παρουσίαση εγκλημάτων που συντάραξαν τον κόσμο και εγκληματιών που κουβάλησαν πολύ νερό στο μύλο της παραγωγής, εν γένει!

Wednesday, August 30, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα ΧΙ: Σκοτεινοί εκτροχιασμοί


Μια συλλογή αστυνομικών διηγημάτων και ιστοριών που εξελίσσονται σε τρένα και σε υπόγειους μητροπολιτικούς σιδηροδρόμους μας δίνει το πανόραμα ενός κόσμου που παγιδεύτηκε στη γοητεία αυτού του ποιητικού μεταφορικού μέσου.

Έχει γραφτεί κατ’ επανάληψη ότι το πρώτο αστυνομικό αφήγημα μπορεί να θεωρηθεί η τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος», δεδομένου ότι σε αυτήν υπάρχει ένα έγκλημα και κάποιος που αναλαμβάνει να το εξιχνιάσει. Έρχεται τώρα ο Βρετανός θεωρητικός της αστυνομικής λογοτεχνίας Πίτερ Χέινινγκ να μας θυμίσει ότι, σύμφωνα με το Έργουιν Μπεργκχάους και το βιβλίο του «Ιστορία των σιδηροδρόμων» (1964), ο πρώτος φόνος στην ιστορία των «σιδηροτροχιών» είναι εκείνος του Λαϊου από τον Οιδίποδα -οι δίτροχες άμαξές τους που έτρεχαν πάνω σε δύο πέτρινα αυλάκια και έρχονταν από αντίθετες κατευθύνσεις συναντήθηκαν με αποτέλεσμα τον διαπληκτισμό των δύο ανδρών και το έγκλημα.

Στη συλλογή διηγημάτων «Έγκλημα στο τραίνο», ο Πίτερ Χέινινγκ έχει συγκεντρώσει 32 ιστορίες 33 αστυνομικών συγγραφέων -η μία από αυτές είναι γραμμένη από δύο δημιουργούς- συνδεδεμένες με τα τρένα. Προφανώς είχε να αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες στην επιλογή των συγκεκριμένων διηγημάτων, αφού έπρεπε να ψάξει σε ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών για να κρατήσει τα αρτιότερα. Γνωστού όντος ότι το τρένο αποτελούσε ανέκαθεν ένα μαγευτικό χώρο δράσης ή σημείο αναφοράς για τους ήρωες πολλών συγγραφέων -ας θυμηθούμε πρόχειρα το «Ανθρώπινο κτήνος» του Ζολά και την «΄Αννα Καρένινα» του Τολστόι-, καθόλου τυχαία δεν είναι η προτίμηση προς αυτό για την ανάπτυξη ιστοριών μυστηρίου.

Στην εισαγωγή του βιβλίου ο ανθολόγος, θέλοντας να υπογραμμίσει την επικαιρότητα του θέματός του, αυτό δηλαδή που αφορά τις πράξεις βίας επί αμαξοστοιχιών, παραθέτει μιαν είδηση: λίγο πριν από την έκδοση του τόμου, μια συμμορία οπλισμένων Μεξικανών έστησε ενέδρα στον εμπορικό συρμό της Σάουθερν Πασίφικ Ρέϊλρόουντ, στα σύνορα Ηνωμένων Πολιτειών και Μεξικού για να τον ληστέψει. Το γεγονός βέβαια δεν είναι πρωτοφανές αφού στην περιοχή γίνονται συχνά τέτοιες επιθέσεις που θυμίζουν εποχές Άγριας Δύσης και παραπέμπουν σε ταινίες όπως «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές».

Το βιβλίο, που χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες («Κλασσικά ταξίδια στο φόβο», «Οι ντετέκτιβ των σιδηροδρόμων», «Θάνατος στον Υπόγειο» και «Εγκλήματα επιβατών»), δεν αποτελεί ατυχώς ένα πανόραμα της παγκόσμιας αστυνομικής φιλολογίας. Σε αυτό, για λόγους που δεν εξηγεί ο ανθολόγος, κυριαρχούν οι αγγλοσάξωνες συγγραφείς, εκείνοι δηλαδή που δημιούργησαν το αστυνομικό είδος, το εμπλούτισαν με ποικίλα λογοτεχνικά στοιχεία και το κατέστησαν δημοφιλές. Έχουμε, λοιπόν, 19 Βρεττανούς -μια ουγγρικής καταγωγής-, 13 Αμερικανούς και ένα Γάλλο βελγικής καταγωγής (τον Ζωρζ Σιμενόν), ενώ μόνο εννέα είναι γυναίκες, κάτι που ανατρέπει την παγιωμένη εντύπωση ότι το μυστήριο, το σασπένς και το θρίλερ συνδέονται με το λεγόμενο ασθενές φύλο. Στην πλειονότητά τους οι συγγραφείς προέρχονται από το χώρο της δημοσιογραφίας, όπου θήτευσαν και οι δικοί μας Νίκος Μαράκης και Γιάννης Μαρής -δημιουργός ανάμεσα στα άλλα του περιπετειώδους «Ο άνθρωπος του τρένου»-, χωρίς να λείπουν σιδηροδρομικοί, διαφημιστές, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, δικηγόροι, ηθοποιοί, ζωγράφοι, ένας πρώην μπακάλης, ένας παρ’ ολίγον τραγουδιστής της όπερας και δύο ιερείς!

Στα ανθολογημένα διηγήματα -το μικρότερο εκτείνεται σε 6σελίδες και το μεγαλύτερο σε 46- περιλαμβάνονται ορθόδοξα αστυνομικά -της αγγλικής σχολής-, σκληρά ή «hard-boiled» -της αμερικανικής-, περιπετειώδη και ψυχολογικά θρίλερ, νουάρ, τρόμου, γουέστερν. Η μεγάλη θεματική ποικιλία -το τρένο παίζει απλώς το ρόλο του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στις ιστορίες-, η διαφορετικότητα στο περιεχόμενο, στη μορφή, στο ύφος, στην υφή τους, οφείλεται στο ότι τα διηγήματα απευθύνονται σε κάθε εν δυνάμει αναγνώστη, επομένως δεν εξυπακούεται ότι δεν θα αρέσουν σε όλους. Οι έχοντες αναγνωστική πείρα στο είδος, οι διαθέτοντες ποιοτικά γούστα και οξυμένα αισθητικά κριτήρια, πιθανότατα να ξεχωρίσουν τα παρακάτω:

· «Ο νεκρός» του Τζέϊμς Μ. Κέην
· «Μια περίεργη αυτοκτονία» της Πατρίτσια Χάϊσμιθ
· «Το τρένο των τρεις και δέκα για τη Γιούτα» του Έλμορ Λέοναρντ
· «Η παρθένα του Ρήνου» του Λέσλι Τσάρτερις
· «Μεταμεσονύχτιο τρένο για το πουθενά» του Κεν Φόλετ
· «Όξφορντ Σέρκους» της Μέιβ Μπίντσι
· «Απόφαση θανάτου» του Γουίλιαμ Φ. Νόλαν
· «Το σπέσιαλ του χρηματιστή» του Στάνλεϊ Έλιν
Οι θαυμαστές της αγγλικής σχολής, κείνοι που αρέσκονται στις ιστορίες αινιγματικών φόνων και στην προσπάθεια εξιχνίασής τους, ίσως γοητευθούν από τα διηγήματα της Άγκαθα Κρίστι, της Ντόροθι Λ. Σέιερς, της Ρουθ Ρέντελ. Ενδεχομένως κάποιοι να προτιμήσουν εκείνο του Ρέι Μπράντμπερι.

Το «Έγκλημα στο τρένο», όμως, εκτός από τα 32 πολυποίκιλα διηγήματα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και για τα ισάριθμα σημειώματα του ανθολόγου που προτάσσονται σε αυτά. Οι άγνωστες εν πολλοίς πληροφορίες που δίνει ο Πίτερ Χέινινγκ, οι αφορώσες τους συγγραφείς του τόμου, τη ζωή, το έργο, τη φολμογραφία τους -αν έχουν- αλλά και το σιδηρόδρομο αυτόν καθαυτόν, είναι εξόχως πολύτιμες. Πουθενά δεν βρίσκονται συγκεντρωμένα, τόσα πολλά στοιχεία σχετικά με την ιστορία αυτού του μεταφορικού μέσου, του ανετότερου από τα αυτοκίνητα, του ασφαλέστερου από τα αεροπλάνα, του ποιητικότερου από τα πλοία.

Πόσοι ξέρουν, π.χ., ότι το Οριάν Εξπρές, το διασημότερο τρένο του κόσμου, το απαθανατισθέν από την Άγκαθα Κρίστι και τον Γκράχαμ Γκρην στα γνωστά μυθιστορήματά τους, τέθηκε σε κυκλοφορία το 1883 ή ότι η υπερπολυτελής σιδηροδρομική γραμμή των τριών χιλιάδων χιλιομέτρων από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη -η επέκτασή της ως το Λονδίνο έγινε το 1889- εγκαινιάστηκε από τον Τζωρτζ Ναγκελμάρκερς, βέλγο τραπεζίτη, ενθουσιώδη οπαδό της ατμοκίνησης; Το περίφημο τρένο, υποκύπτοντας στον ανταγωνισμό του αεροπλάνου, σταμάτησε τα δρομολόγιά του το 1977 αλλά το 1983 άλλος εραστής του ατμού, ο Αμερικανός Τζέιμς Μπ. Σέργουντ, ανακαίνισε τα παλιά βαγόνια και τα έβαλε στην ίδια γραμμή. Επιβάτες αυτή τη φορά ήταν εύποροι λάτρεις των τρένων, διατεθειμένοι να ακριβοπληρώσουν το νοσταλγικό ταξίδι από τη Δύση στην Ανατολή.

Ακόμα:
· Το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα συνδεδεμένο με τα τρένα υπήρξε «Το μπαούλο» (1920) του Φρίμαν Γουίλτ Κροφτς (1879-1957).
· Η πρώτη αστυνομική ιστορία με θέμα το μετρό της βρετανικής πρωτεύουσας είχε τίτλο «Το μυστήριο του Υπογείου», δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Τουντέι» σε συνέχειες το 1897 και τρομοκράτησε τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι εξαιτίας του περιόρισαν τις μετακινήσεις τους με αυτό το μέσον.
· Από τους πρώτους ήρωες αστυνομικών ιστοριών με φόντο το μετρό της Νέας Υόρκης ήταν ένας πορτοφολάς -οι περιπέτειές του δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο «Ντετέκτιβ Στόρυ Μάγκαζιν»-, δημιούργημα του Τζόνστον Μακάλεϊ, του συγγραφέα του Ζορό.

Ο Πίτερ Χέινινγκ, εκτός από θεωρητικός και ανθολόγος, είναι και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Το 1992 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Έντγκαρ της Ένωσης Αμερικανών Συγγραφέων Μυστηρίου για τη μελέτη του «Φόνος σε τέσσερις πράξεις» που αφορά τη μεταφορά του έργου της Άγκαθα Κρίστι στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

Tuesday, August 29, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα Χ: Γυναίκες συγγραφείς


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ ΩΣ ΤΗ ΡΟΥΘ ΡΕΝΤΕΛ

Γυναικείος χώρος μπορούσε να χαρακτηριστεί η αστυνομική λογοτεχνία, με πρώτη διδάξασα την Agatha Christie, που παραμένει παρά τις επιμέρους αμφισβητήσεις, μια συγγραφέας πρότυπο, ένα σημείο αναφοράς που δε μπορούμε να παρακάμψουμε. Σήμερα, οι γυναίκες που ασχολούνται με αυτό το είδος πληθαίνουν. Από τις αρχές του ‘80, το φαινόμενο πήρε σημαντικές διαστάσεις, σε σημείο που να μην περνάει εβδομάδα χωρίς να εμφανιστεί μια νέα υποψήφια για τον τίτλο της βασίλισσας ή της προγκίπισσας του εγκλήματος. Αλλο σημαντικό σημείο είναι πως οι γυναίκες που γράφουν αστυνομικά έχουν σήμερα φανατικούς οπαδούς. Η P.D. James, η Ellis Peters ή η Mary Higgins Clark αποτελούν το βαρύ πυροβολικό του αστυνομικού μυθιστορήματος. Αλλά πάνω από όλες βρίσκεται η παραγωγική Ruth Rentel που από το 1974 συσσωρεύει τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία, ως πρωταθλήτρια του ψυχολογικού μυστηρίου. Η Ρέντελ είναι η κατ΄ εξοχήν συγγραφέας της τρομακτικής υποβολής, η χωρίς οίκτο ερευνήτρια των προσωπικών δραμάτων, των σεξουαλικών εμμονών, αλλά πάντα χωρίς να το δηλώνει, χωρίς να δείχνει πως τα θίγει, χωρίς να υψώνει τους τόνους. Μέχρι πρόσφατα, η Ρέντελ είχε μόνο μία αντίπαλο, την Patricia Highsmith, που πέθανε πριν από δύο χρόνια, σήμερα έχει απέναντί της ολόκληρο σώμα αντιπάλων: την Elisabeth George, τη Martha Grimes, τη Frances Fyfield, την Patricia MacDonald, τη Joyce Anne Schneider, την Penelope Evans...

Εξαιρετική θέση ανάμεσά τους κατέχει η Patricia Cornwell, η μεγαλύτερη αποκάλυψη του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου τα κείμενά της, μείγματα επιστήμης, σεξουαλικής διαστροφής και ψυχολογίας, έχουν γίνει μπεστ σέλερ. Η ηρωίδα της, Kay Scarpetta με την ιδιότητα του ιατροδικαστή, βρίσκεται στην καρδιά ενός κόσμου νεκρών, αν όχι πέρα από αυτόν. Εξ ου και οι τίτλοι των έργων της: «Postmortem», «Νεκρές αναμνήσεις» ή «Θάνατος χωρίς όνομα», στο οποίο η Kay Scarpetta έχει να κάνει με έναν μανιακό δολοφόνο το ίδιο σατανικό όσο και ο Ανιμπαλ Λέστερ, της «Σιωπής των Αμνών».

Τέλος, η Sue Grafton γνώρισε και αυτή διεθνή αναγνώριση, με σειρά μυθιστορημάτων, με ηρωίδα την ορμητική και δυναμική Kinsey Milhone, μια γυναίκα ζεστή και ανθρώπινη, που δε χάνει τη διαύγεια και την ήρεμη δύναμή της, παρά την τρέλλα και το έγκλημα που αντιμετωπίζει καθημερινά.

Monday, August 28, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα IX: Ο Τζον Γκρίσαμ και η μόδα των δικαστικών θρίλερ


Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

Στο «Συνεταίρο», το μυθιστόρημα του Τζον Γκρίσαμ που κυκλοφόρησε στα ελληνικά (BELL), πρωταγωνιστεί -τι έκπληξη!- ένας δικηγόρος. Κάποτε ονομαζόταν Πάτρικ Λάνινγκαν, ήταν ο νεότερος μέτοχος μιας διακεκριμένης νομικής εταιρίας του Νότου, είχε μια όμορφη σύζυγο και μια χαριτωμένη κόρη, κι ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Τέσσερα χρόνια αργότερα ονομάζεται Ντανίλο Σίλβα και κρύβεται σ΄ ένα χωριό της Βραζιλίας. Τι μεσολάβησε; Ο Γκρίσαμ μας ενημερώνει σχετικά, από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια του βιβλίου. Ο ήρωάς του έχει σκηνοθετήσει το θάνατό του κι έχει εγκαταλείψει τις ΗΠΑ μαζί με 90 εκατομμύρια δολάρια που δεν του ανήκουν. Το μυθιστόρημα ξεκινά τη στιγμή που ο Λάνινγκαν-Σίλβα εντοπίζεται στην κρυψώνα του από μια ομάδα ιδιωτικών ντετέκτιβ, βασανίζεται φρικτά για ν’ αποκαλύψει πού κρύβει τον κλεμμένο θησαυρό και στη συνέχεια, ετοιμοθάνατος σχεδόν, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη και παραδίνεται στα χέρια του FBI. Το τι ακολουθεί δεν ξαφνιάζει κανέναν τακτικό αναγνώστη του Γκρίσαμ: στα περισσότερα έργα του, η μάχη ενός και μόνου ατόμου απέναντι στο πανίσχυρο σύστημα στέφεται συνήθως από επιτυχία. Ο «Συνεταίρος», αν και απατεώνας, γίνεται συμπαθής. Κι είναι τέτοια η διαφθορά στους κόλπους της πολιτικής, της δικαστικής αλλά και της επιχειρηματικής εξουσίας στις ΗΠΑ, που οι δικές του παρανομίες φαντάζουν αμελητέες.

Ο Τζον Γκρίσαμ δεν θεωρείται σπουδαίος μυθιστοριογράφος. Η γραφή του είναι επίπεδη και άχρωμη. Οι ήρωές του μάλλον προβλέψιμοι και αβαθείς. Το σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι οι ιστορίες του κυλάνε σαν νεράκι και η πλοκή τους σε κρατά αιχμάλωτο ως την τελευταία στιγμή. Ο ίδιος, σε μια έκρηξη ειλικρίνειας, παραδέχτηκε ότι γράφει βάσει συνταγής. Την εποχή, λέει, που κέρδιζε τα προς το ζην ως μάχιμος (και άσημος) δικηγόρος, έκοψε από το περιοδικό «Writer’s Digest» έναν Οδηγό για Επίδοξους Συγγραφείς Εργων Αγωνίας, και στη συνέχεια τον τήρησε με ευλάβεια. Αρχίζει λοιπόν τα βιβλία του με δράση και την εξηγεί αργότερα. Διαλέγει για πρωταγωνιστή κάποιον που του μοιάζει. Του δίνει κίνητρο και περιορισμένο χρόνο δράσης. Ποτέ Δε γράφει κάτι που δεν θάθελε ο ίδιος να διαβάσει, κ.ο.κ. Είναι όμως η συνταγή η μοναδική αιτία της τεράστιας επιτυχίας των βιβλίων του; Πολλοί επίδοξοι συγγραφείς θα καρφίτσωσαν στο γραφείο τους το... μυστικό της επιτυχίας, αλλά μόνο ο Γκρίσαμ είδε την «Εταιρία», την «Ετυμηγορία» και το «Κωδικό όνομα: Πελεκάνος» ταυτόχρονα στη λίστα των μπεστ σέλλερς. Τα παραπάνω, μαζί με τον «Πελάτη», το «Βροχοποιό», το «Θάλαμο αερίων», τους «Ενόρκους», το «Συνεταίρο» και το «Δικηγόρο των δρόμων» που κυκλοφόρησε πρόσφατα, έχουν πουλήσει δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα διεθνώς. Πριν ακόμα δημοσιευθούν τα βιβλία του το Χόλιγουντ σπεύδει να εξασφαλίσει τα κινηματογραφικά τους δικαιώματα. Ποια φλέβα του κοινού αγγίζει άραγε ο Γκρίσαμ;

Η απάντηση ίσως κρύβεται στο είδος που, ως συγγραφέας, καλλιεργεί. Ποτέ άλλοτε όσο την τελευταία δεκαετία δεν είχαν τόση πέραση στις ΗΠΑ τα δικαστικά θρίλερ. Σχετικές έρευνες δείχνουν ότι η συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα θρίλερ ή τα αισθηματικά μυθιστορήματα, είναι η μόνη που αγοράζεται από άντρες και γυναίκες εξίσου. Λογικό, καθώς το δικαστικό σύστημα, που τροφοδοτεί με υλικό τις σελίδες τους, καταπιάνεται λίγο-πολύ μ’ όλες τις πτυχές της ζωής. Ωστόσο, η δίψα του κοινού για δικαστικές περιπέτειες έχει βαθύτερες ρίζες. Η δικομανία (μαζί με τον πουριτανισμό, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα), η παράλογη σχεδόν πίστη στην προσφυγή στο νόμο για την επίλυση οποιασδήποτε προσωπικής αντιπαράθεσης, αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη συστατικά της αμερικανικής ζωής. Το κενό που άφησε στο συλλογικό υποσυνείδητο ο ψυχρός πόλεμος, καλύπτεται σήμερα από τις -ορθάνοιχτες πλέον- αίθουσες των δικαστηρίων. Εκεί συγκρούονται οι καλοί με τους κακούς, εκεί ξεδιπλώνονται θεαματικά ιστορίες για φόνους, σεξουαλικές παρενοχλήσεις, οικονομικά εγκλήματα και υπερβάσεις της εξουσίας, εκεί επιβεβαιώνονται οι ανησυχίες αλλά και οι προκαταλήψεις του μέσου Αμερικανού. Οι διαμάχες με πρωταγωνιστές τους Ανίτα Χιλ και Κλάρενς Τόμας, τον Ο. Τζ. Σίμπσον ή τους αστυνομικούς του Λος Άντζελες που προκάλεσαν το θάνατο του Ρόντνεϊ Κινγκ, οι περιπέτειες με τη Δικαιοσύνη του Γούντι Άλλεν και του Μάικλ Τζάκσον, για να μη μιλήσουμε για την καταδίωξη του Γιάννη Αγιάννη/Μπιλ Κλίντον από τον Ιαβέρη/Κένεθ Σταρ, είναι οι σαπουνόπερες με τη μεγαλύτερη πλέον ακροαματικότητα. Τέτοιο χρυσοφόρο μοτίβο, θα ήταν περίεργο ν’ αφήσει αδιάφορη τη μαζική λογοτεχνία.

Όμως, κι έτσι να το δει κανείς, πάλι δεν ερμηνεύεται εντελώς η τεράστια επιτυχία του Γκρίσαμ. Υπάρχουν χιλιάδες δικηγόροι στις ΗΠΑ που γράφουν μυθιστορήματα αλλά, συγκριτικά, δεν τους διαβάζει κανείς. Η κοινωνική ευαισθησία που διαπερνά πολλά από τα βιβλία του, ίσως δίνει μιαν εξήγηση επιπλέον. Με τον τρόπο που έθιξε ζητήματα σαν κι αυτά της θανατικής ποινής, του ρατσισμού, της ασυδοσίας των ασφαλιστικών εταιριών, της διαφθοράς των πολιτικών και των δικαστικών λειτουργών, ο Γκρίσαμ έδειξε την αντίθεσή του απέναντι στο μοντέλο της κοινωνίας που οραματίστηκε ο Ρίγκαν. Κι αν μέσα από τις σελίδες του παρελαύνουν κυρίως δικηγόροι με υψηλής ποιότητας διαπιστευτήρια, κάποιοι ανερμάτιστοι κι άλλοι ιδεαλιστές, πάντα υπάρχει χώρος για καθημερινούς ανθρώπους για τους οποίους το περίφημο αμερικανικό όνειρο έχει αποδειχτεί ουτοπία. Ψάχνοντας, βρίσκει κανείς εξηγήσει. Το μυστήριο της επιτυχίας, όμως, δεν μπορεί να το διαλευκάνει εντελώς ποτέ.

Sunday, August 27, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα VIIΙ: Νουάρ α λα Ελληνικά


Ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΜΠΕΚΑΣ ΖΕΙ. Ο ΜΑΡΗΣ ΕΧΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ.

«Όλοι είμαστε παιδιά του Γιάννη Μαρή». Αυτή η δήλωση ανήκει στο Φίλιππο Φιλίππου. Ένα από τα μέλη του «κουαρτέτου» που γράφει σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι άλλοι είναι ο Ανδρέας Αποστολίδης, ο Πέτρος Μάρκαρης και ο Πέτρος Μαρτινίδης.
· Ο αρχαιότερος και εμπορικότερος όλων είναι ο Πέτρος Μάρκαρης. Τα δύο μυθιστορήματά του, το «Νυχτερινό δελτίο» και η «Άμυνα ζώνης», βρίσκονται στην τέταρτη (10.000 αντίτυπα) και στη δεύτερη έκδοση αντίστοιχα (4.000 αντίτυπα, «ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ») και γνωρίζουν ήδη επιτυχία στο εξωτερικό: κυκλοφορούν σε Γαλλία - το πρώτο έχει «πιάσει» τις 15.000 αντίτυπα - και Γερμανία, ενώ δεν θ’ αργήσουν να τα υποδεχθούν οι Ιταλοί και Ισπανοί αναγνώστες.

Τα βιβλία των άλλων δεν εξαντλούν, συνήθως, την πρώτη έκδοση -περί τα 2.000 αντίτυπα. Ας δούμε, όμως, ποια έχουν εκδοθεί:
· Ανδρέας Αποστολίδης. «Το χαμένο παιχνίδι» (που, αποτελώντας εξαίρεση, κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση, ήτοι 4.000 αντίτυπα), «Το φάντασμα του μετρό», «Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες» (ΑΓΡΑ).
· Πέτρος Μαρτινίδης. «Κατά συρροήν» (ΝΕΦΕΛΗ).
· Φίλιππος Φιλίππου. «Κύκλος θανάτου», «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ), «Το μαύρο γεράκι» και το υπό έκδοσιν «Αντίο Θεσσαλονίκη» (ΠΟΛΙΣ).

Πού βρίσκονται σε σύγκριση με την απήχηση των ξένων αστυνομικών μυθιστορημάτων; Οι εισηγητές του είδους, Κρίστι, Τσάντλερ, Χάμετ επανεκδίδονται τρεις και τέσσερις φορές (6.000-8.000 αντίτυπα), ενώ το όριο των νεότερων, Τζέιμς Ελρόι, Ρουθ Ρέντελ, Όλιβερ Μπανκς είναι οι δυο-τρεις εκδόσεις (4.000-6.000 αντίτυπα).



Τα θέματά τους

· Τα θέματα των Μάρκαρη, Αποστολίδη, Φιλίππου είναι εστιασμένα στη σημερινή Αθήνα, που όλοι γνωρίζουμε: της αστικής μοναξιάς, των μεταναστών, των ανέργων. Μοναδική εξαίρεση ο Πέτρος Μαρτινίδης, του οποίου το μοναδικό μυθιστόρημα έχει ως σκηνικό τη Θεσσαλονίκη.
· Η τρέλα της σημερινής Αθήνας, τα παρασκήνια της δημοσιογραφίας, οι καναλάρχες κι όλος αυτός ο κύκλος των παραγόντων της τηλεόρασης είναι τα θέματα του Πέτρου Μάρκαρη.
· Ο Ανδρέας Αποστολίδης ανιχνεύει το πρόσφατο παρελθόν (τα χρόνια της δικτατορίας στο «Χαμένο παιχνίδι») και ζωγραφίζει τις ιστορίες του με ελληνικό χρώμα. Κυρίαρχο είναι το οικονομικό έγκλημα (ληστεία μιας τράπεζας στο δεύτερο μυθιστόρημά του), το οποίο δεν τιμωρείται, καθώς, πάντα, υπάρχει ένας άτυπος συμβιβασμός νόμου και εγκλήματος.
· Ο Πέτρος Μαρτινίδης αντλεί τη θεματογραφία του από τον πανεπιστημιακό χώρο, στον οποίο άλλωστε διδάσκει, ενώ ο Φίλιππος Φιλίππου χρησιμοποιεί ως πρόσχημα την ιστορία μυστηρίου, για να μιλήσει για τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τις σεξουαλικές σχέσεις.
· Οι περισσότεροι δεν κρύβουν ότι τους έχουν επηρεάσει τα ξένα πρότυπα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Εκτίμηση του Πέτρου Μάρκαρη είναι ότι η ελληνική εκδοχή ακολουθεί τις διεθνείς τάσεις περισσότερο του αμερικανικού και λιγότερο του γαλλικού νουάρ, ενώ λιγοστή είναι η συνεισφορά της αγγλοσαξωνικής σχολής. «Δεν μας ενδιαφέρει το αστυνομικό σταυρόλεξο», λέει χαρακτηριστικά.
· Από την άλλη, ο Ανδρέας Αποστολίδης υποστηρίζει ότι δεν θα βρούμε έντονη επιρροή από τους ξένους: «είναι μια προσπάθεια δημιουργική με ελληνικά δεδομένα», είναι η θέση του.
· Ο Φίλιππος Φιλίππου θεωρεί ότι βρίσκεται εγγύτερα στην τυπολογία του «σκληρού μυθιστορήματος» των Τσάντλερ και Χάμετ. «Πρόθεσή μας δεν είναι να λύσουμε το μυστήριο. Οι ήρωές μας ριψοκινδυνεύουν και ρισκάρουν», επισημαίνει.
· Σύμφωνα με τον Σάμη Γαβριηλίδη, εκδότη του επιτυχημένου εμπορικά Πέτρου Μάρκαρη, «τα μυθιστορήματα των κλασικών μας λογοτεχνών, των Καραγάτση, Τερζάκη, Μυριβίλη, Αθανασιάδη, έχουν σπέρματα αστυνομικού μυθιστορήματος. Υπόδειγμα αστυνομικής πλοκής είναι ο «Κίτρινος φάκελλος» του Μ. Καραγάτση. Στο έργο του Γιάννη Μαρή (ΑΤΛΑΝΤΙΣ), που κατά τη γνώμη μου είναι μεγάλος συγγραφέας, αν αφαιρέσουμε την αστυνομική πλοκή, μαθαίνουμε πολλά για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Έτσι, το αστικό μυθιστόρημα δημιουργείται μέσα από το αστυνομικό».

Καλά έργα

Πλάνη, λοιπόν, η πεποίθηση ότι το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι περιθωριακό είδος;
«Απ’ ό,τι φαίνεται, τα τελευταία χρόνια, μια παράδοση, η οποία στο παρελθόν είχε ως διακεκριμένη αιχμή της τον Γιάννη Μαρή, συνεχίζεται με γόνιμους όρους», λέει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. «Και είναι νομίζω αντιληπτό πλέον ότι η αστυνομική λογοτεχνία πόρρω απέχει από του να αποτελεί μια περιθωριακή «χαμηλή» ή έστω απλώς αδιάφορη γραφή. Όσοι έχουν παρακολουθήσει τα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών, διαβάζοντας παράλληλα αυτό που λέμε καλή λογοτεχνία, θα ξέρουν κιόλας ότι οι αστυνομικοί συγγραφείς δεν ενδιαφέρονται μόνο για την ίντριγκα, αλλά και για τον κόσμο, μέσα στον οποίο τοποθετούν τα πρόσωπα και τη δράση τους, όπως και για την εκφραστική μορφή, μέσω της οποίας τα αποδίδουν. Συναντάμε συχνά ολοκληρωμένους αφηγηματικούς χαρακτήρες και στέρεα ζυγισμένες ψυχολογικές καταστάσεις. Συναντάμε εξάλλου και προχωρημένους νεωτερισμούς, όπως ο συνδυασμός της αστυνομικής λογοτεχνίας με άλλα λογοτεχνικά είδη, όπως η βιογραφία, το κοινωνικό μυθιστόρημα ή το campus novel».




ΟΛΕΘΡΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Έχει επιγόνους ο Γιάννης Μαρής? Μπορεί να υπάρξει ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα? Ο Αργύρης Παυλιώτης και ο Γιάννης Γαϊτάνος δοκιμάζουν τις βεβαιότητές μας.

Το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού και κατ’ επέκταση των βιβλιοκριτικών και βιβλιοπαρουσιαστών για το ελληνικό αστυνομικό αφήγημα είναι λίαν περιορισμένο. Με δεδομένη λοιπόν την έλλειψη ανταπόκρισης, την καχυποψία και τις άλλες αντικειμενικές δυσκολίες, είναι παρήγορο που εξακολουθούν να γράφονται και κυρίως να εκδίδονται βιβλία με αστυνομική πλοκή, προσδοκώντας την προσοχή των εραστών του είδους, οι οποίοι συνήθως προτιμούν να καταφεύγουν στα έργα καταξιωμένων ξένων συγγραφέων.

Και όμως η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, που άνθισε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 με εισηγητή και κυριότερο εκπρόσωπο τον Γιάννη Μαρή έχει αρκετά καλά δείγματα στο ενεργητικό της. Προφανέστατα οι σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς έχουν πολλά να προσφέρουν στο μέλλον και είναι ενθαρρυντικό φαινόμενο η αναγνώριση της δουλειάς τους στο εξωτερικό, αν σκεφτούμε ότι το «Νυχτερινό δελτίο» του Πέτρου Μάρκαρη έχει πουλήσει 15.000 αντίτυπα μέσα σε 6 μήνες (θα εκδοθεί και σε σχήμα τσέπης) και ετοιμάζεται η έκδοσή του στα γερμανικά.

Η σημερινή πραγματικότητα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της επαρχίας, η ιστορία, η πολιτική, οι κοινωνικές αλλαγές, τα ήθη, οι ιδέες αποτελούν τη δεξαμενή από όπου αντλούν την έμπνευσή τους οι ολίγιστοι που καλλιεργούν το είδος. Έχουν πλέον ξεφύγει από τα παρωχημένα πρότυπα της αγγλικής σχολής, σύμφωνα με τα οποία ένα λαγωνικό -ικανός αστυνόμος ή προικισμένος ντετέκτιβ- προσπαθεί να εξιχνιάσει έναν ή περισσότερους φόνους και να παραδώσει το δράστη στη δικαιοσύνη. Επηρεασμένοι από την αμερικανική σχολή, όπως τη διαμόρφωσαν οι Χάμετ και Τσάντλερ, προσεγγίζουν το έγκλημα με διαφορετικούς τρόπους, κάνοντας αναφορές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, θίγοντας ποικίλα προβλήματα και θέτοντας παντοειδή ερωτήματα.

Αργύρης Παυλιώτης
Ο «Αρμαγεδών»(ΠΑΤΑΚΗΣ)-(η ηλικία του συγγραφέα δεν αναφέρεται στο βιογραφικό του, μαθαίνουμε όμως πως γεννήθηκε στο Ακραίφνιο της Βοιωτίας και ότι εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής), είναι το έβδομο βιβλίο του συγγραφέα. Αν στο προηγούμενο μυθιστόρημά του το «Έγκλημα στον Παρατηρητή» (1997), ο ποινικολόγος Ανδρέας Αναγνώστου αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το φόνο του φιλολόγου και βιβλιοκριτικού Κίμωνα Καλυβωκά, εδώ ο ήρωας του Παυλιώτη επιχειρεί να διελευκάνει μια σειρά αλλεπάλληλους φόνους: ενός αρχιμανδρίτη, μιας σόουγούμαν, ενός προπονητή μπάσκετ, μιας τρανσέξουαλ και μερικών άλλων. Ενώ η αστυνομία τα έχει χαμένα, ο ποινικολόγος, ο αμείλικτος διώκτης των παρανόμων -το πεδίον δράσης του είναι πάντα η Θεσσαλονίκη- ξέρει τον άγνωστο δράστη: είναι ένας σίριαλ κίλλερ, ο άντρας που του τηλεφωνεί και τον ενημερώνει κάθε φορά που διαπράττει ένα έγκλημα.
Το μακάβριο παιχνίδι του δολοφόνου -σκοτώνει όχι μόνο για να συσσωρεύσει νεκρούς αλλά και να δημιουργήσει υπόπτους- με τον ποινικολόγο, συνδέεται με τις δέκα εντολές του Θεού προς τον Μωϋσή: τα θύματα τις έχουν παραβεί. Βαθμιαία το παιχνίδι γίνεται ανάμεσα στον συγγραφέα και στους αναγνώστες του καθώς ο Παυλιώτης χρησιμοποιεί πολλά από τα συστατικά στοιχεία της αστυνομικής λογοτεχνίας: αγωνία, ανατροπές, απρόοπτα, μυστήριο. Οι πολιτικές επισημάνσεις στη διάρκεια της αφήγησης είναι συχνές, ενώ στο φόντο του μυθιστορήματος υπάρχουν η αποστολή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα κρεματόρια και το Ολοκαύτωμα.

Ωστόσο η λύση που επιλέγει ο συγγραφέας για να εντυπωσιάσει τους αναγνώστες που προσπαθούν να ανακαλύψουν τον δολοφόνο είναι εξωπραγματική και δεν πείθει: σχετίζεται με την επιστημονική φαντασία και συγκεκριμένα με την κλωνοποίηση. Αυτό το στοιχείο επομένως αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα του βιβλίου, αφού ενδεχομένως να απογοητεύσει όλους εκείνους που γνωρίζουν πως η αστυνομική λογοτεχνία είναι απολύτως ρεαλιστική και ότι σ’ αυτήν δεν χωράνε γεγονότα που ανάγονται στη σφαίρα της φαντασίας.


Γιάννης Γαϊτάνος
(Καβάλα, 1946). Μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, σεναριογράφος ταινιών μικρού μήκους. Στο μυθιστόρημα «Στην καρδιά της σιωπής»(ΦΥΤΡΑΚΗΣ), πραγματεύεται ένα διεθνούς ενδιαφέροντος πολιτικό θέμα: την άνοδο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην κορυφή της ιεραρχίας της Ε.Σ.Σ.Δ. και την προσπάθεια ορισμένων κύκλων να εμποδίσουν αυτή την προοπτική. Επειδή το ζήτημα έχει συνδεθεί με τη Βουλγαρία, την Πολωνία, την Αλληλεγγύη και την απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ από το μέλος της ακροδεξιάς οργάνωσης Γκρίζοι Λύκοι, Μεχμέτ Αλί Αγκτσά, ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση των ηρώων του στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν την Τουρκία κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί.

Κεντρικός ήρωας είναι ο μοναχικός δημοσιογράφος, πρώην μέλος ελληνικής αριστερίστικης οργάνωσης από την οποία διεγράφη, Δημήτρης Καπράλος, που στέλνεται σε μια μυστική αποστολή: φαινομενικά για να διεξαγάγει μια έρευνα σχετική με την πολιτική κατάσταση της γείτονος χώρας, στην πραγματικότητα όμως για να παραλάβει ένα σημαντικό ντοκουμέντο σε μορφή μικροφίλμ. Περιπλανώμενος στους δρόμους της πόλης, σε μπαρ, ξενοδοχεία, στις πρώην ελληνικές συνοικίες, στις αποβάθρες, στις γέφυρες του Βοσπόρου, συναντάει ένα σωρό μυστηριώδη πρόσωπα, κυρίως πράκτορες: της CIA, της MIT, της βουλγαρικής ασφάλειας. Η ερωτική σχέση του με μια ωραία γυναίκα, μια πράκτορα με πολλαπλές δραστηριότητες, τον εμπλέκει σε άγνωστης έκβασης περιπέτειες και θέτει τη ζωή του σε κίνδυνο.

Το μυθιστόρημα είναι πολιτικό θρίλερ, είδος εν ανεπαρκεία στην Ελλάδα. Από αυτή την άποψη έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι αναφέρεται σε γνωστά πολιτικά γεγονότα και ανθρώπους που σημάδεψαν τα τέλη του αιώνα. Εν τούτοις, μερικά επεισόδια είναι υπερβολικά και ορισμένες καταστάσεις ακραίες. Έτσι ο αναγνώστης, παρά τη συμπάθειά του προς τον ήρωα -είναι ένας αποτυχημένος της ζωής-, πιθανότατα να σκεφτεί ότι η δράση του ταιριάζει πιο καλά με τον επιτυχημένο πρίγκηπα Μάλκο, το δημιούργημα του Ζεράρ ντε Βιλιέ.

Saturday, August 26, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα VII: Σουηδία και Γερμανία, τα μαύρα δίδυμα


1. ΣΟΥΗΔΙΑ
Στη Σουηδία, χώρα της οποίας η λογοτεχνία αποτελεί εν πολλοίς άγνωστο τόπο για τους έλληνες αναγνώστες, τη δεκαετία του ΄60 και του ΄70 έδρασε ένα συγγραφικό ζευγάρι: η ποιήτρια Μ. Σγιεβάλ (Maj Sjowall) και ο σύζυγός της Π. Βαλέε (Per Wahloo), δημοσιογράφος, συνεργάτης πολλών σουηδικών εφημερίδων, συγγραφέας μυθιστορημάτων και σεναρίων για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ως το θάνατο του δευτέρου το 1975, έγραψαν μαζί δέκα αστυνομικά μυθιστορήματα με ήρωα τον αστυνομικό επιθεωρητή Μάρτιν Μπεκ, ο οποίος, μολονότι χαμηλόμισθος οικογενειάρχης με σύζυγο και παιδιά, είναι αδιάφθορος και πιστός στο καθήκον του. Τα μυθιστορήματα του ζεύγους που έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ είναι «Το τέρας», «Ο άνθρωπος που καθόταν στο μπαλκόνι», «Ο άνθρωπος που έγινε καπνός» και «Ροζάννα».

Στα έργα του ζεύγους, εκτός από τον επιθεωρητή, πρωταγωνιστεί η Στοκχόλμη, η εξαίσια πολιτεία του Βορρά με τα γραφικά σπίτια και τα μεσαιωνικά δρομάκια της Γκάμλα Σταν -της Παλιάς Πόλης-, το Βάζα Παρκ και τα νησάκια του Αρχιπελάγους της. Ίσως δεν είναι τυχαίο που οι ήρωες της συγγραφικής δυάδας διέπονται από ερωτικά πάθη- μερικοί εμπλέκονται και σε σεξουαλικά σκάνδαλα και εγκλήματα, όπως εκείνοι του Αύγουστου Στρίνμπεργκ και του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.


2. ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Το δεύτερο δίδυμο συγγραφέων αποτελείται από Γερμανούς: ο ένας είναι ο Μπέρνχαρντ Σλινκ (γενν. το 1944 στο Μπίλεφελντ), καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Βερολίνο και στη Βιέννη, γνωστός από το «Διαβάζοντας στη Χάννα». Ο άλλος είναι ο Βάλτερ Ποπ, γεννημένος στη Νυρεμβέργη, νομικός επίσης, πρώην πανεπιστημιακός και δικηγόρος, νυν συγγραφέας.

Το βιβλίο τους, η «Απόδοση δικαιοσύνης», έχει ως αφηγητή τον Γκέρχαρτ Ζελμπ, πρώην εθνικοσοσιαλιστή και εισαγγελέα στην υπηρεσία του Τρίτου Ράιχ, ο οποίος ασκεί το άχαρο επάγγελμα του ιδιωτικού ντετέκτιβ. Αναλαμβάνοντας να βρει τον χάκερ που αναστατώνει το δίκτυο υπολογιστών μιας μεγάλης χημικής βιομηχανίας, έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν, το δικό του και εκείνο του κουνιάδου του Κάρτεν, διευθυντή στην επιχείρηση, παλιού στελέχους των Ες-Ες. Η αποστολή του ολοκληρώνεται με την ανακάλυψη του δολιοφθορέα, ενός υπαλλήλου στην κρατική υπηρεσία ελέγχου βιομηχανικών ρύπων, όχι όμως και η έκβαση της ιστορίας, αφού ο αινιγματικός δράστης πεθαίνει σε μυστηριώδες τροχαίο. Πρόκειται για ατύχημα ή για έγκλημα; Ποιος τον σκότωσε και γιατί;

Ο Ζελμπ, άντρας μοναχικός και ακέραιος -ζει με το γάτο του και βλέπει κατ’ οίκον ταινίες στο βίντεο-, ένας Φίλιπ Μάρλοου στη γερμανική εκδοχή του, προσπαθεί να εξιχνιάσει τον περίεργο θάνατο με τη βοήθεια της φίλης του αποθανόντος, εργαζομένης στην ιστορική βιομηχανία. Ταυτόχρονα επιχειρεί να ανασυνθέσει την εποχή της νιότης του, όταν θεωρήθηκε συνυπεύθυνος για την εκτέλεση ενός επιστήμονα ο οποίος κατηγορήθηκε για διαφθορά και καταπάτηση των νόμων περί φυλετικής καθαρότητας, επειδή σχετίστηκε ερωτικά με Εβραία. Ο ντετέκτιβ, ταλανιζόμενος από αισθήματα ενοχής και τύψεις, οδηγείται στην απόδοση μιας παράδοξης δικαιοσύνης για δυο φόνους στους οποίους ενεπλάκη εν αγνοία του. Επιπλέον, ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με το ένοχο παρελθόν -είναι η προσωπική του εξιλέωση.

Όπως στο «Διαβάζοντας στη Χάννα», όπου η ερωτική σχέση ενός εφήβου με μια μεγαλύτερή του γυναίκα δίνει στον Σλινκ την ευκαιρία να πραγματευτεί το θέμα της ενοχής, έτσι και εδώ ο συγγραφέας (μαζί με τον Ποπ) ξύνει τις πληγές της μεταπολεμικής Γερμανίας, δείχνοντας στους αναγνώστες του την αθέατη πλευρά του περιώνυμου γερμανικού θαύματος. Οι δύο νομικοί, χρησιμοποιώντας ως όχημα την αστυνομική πλοκή, θέλουν να καταδείξουν τη συλλογική εγκληματικότητα και να θέσουν επί τάπητος σύγχρονα προβλήματα, όπως η δικαιοσύνη, η παιδεία, η οικολογία, η βιομηχανική ρύπανση. Θεωρούν πως για ό,τι συνέβη στην πατρίδα τους από το 1933 -έτος ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία- ως το 1945 -χρονιά κατάρρευσης του ναζισμού- συνυπεύθυνοι ήταν όλοι οι γερμανοί. Επιπλέον, πιστεύουν ότι η λήθη που επέβαλαν όλες οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο δημιουργήθηκε ο σημερινός γερμανικός κολοσσός, το κράτος που φαίνεται ότι προτιμά να «ξεχνά» τις μαύρες σελίδες της ιστορίας του.

Friday, August 25, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα VΙ: Γαλλία, το χρώμα του αίματος


1. Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ

Ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (1942-1995), ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του «Neo-polar», του νέου γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, ο γεννημένος στη Μασσαλία συγγραφέας που εισήγαγε στην πλοκή των έργων του τους προβληματισμούς της εξέγερσης του Μάη του ’68, αφού εξέδωσε το 1981 την «Πρηνή θέση του σκοπευτή» σταμάτησε να γράφει (άφησε ατελείωτη την «Πριγκίπισσα του αίματος» που κυκλοφόρησε στη Γαλλία μεταθανατίως).

Απολύτως πολιτικό ον, με δράση σε ποικίλους κοινωνικούς χώρους, χαρακτηριζόταν από αναχομαρξιστικές αντιλήψεις. Στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας τάχθηκε υπέρ του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, αργότερα εντάχθηκε στην ακροαριστερή οργάνωση «Κομμουνιστικός Δρόμος»-αποχώρησε από αυτήν λόγω της απέχθειάς του προς τις γραφειοκρατικές μεθόδους της- και τέλος υιοθέτησε οριστικά τις θέσεις του Καταστατικού Κινήματος του Γκυ Ντεμπόρ.

Εκτός από τις εμφανείς λογοτεχνικές επιδράσεις των Σελίν, Μαλρό, Φλομπέρ, Όργουελ, Ντος Πάσος, Χάμετ και Τσάντλερ, το έργο του επηρεάστηκε από τις πολιτικές απόψεις του Τρότσκι. Υπήρξε η μοναδική συνεπής προσπάθεια γραφής στη γαλλική αστυνομική λογοτεχνία, αφού κατόρθωσε να συνδέσει τις κοινωνικοπολιτικές επισημάνσεις με το επεξεργασμένο ύφος και την κινηματογραφική αφηγηματική γλώσσα. Ο πλούτος των γνώσεών του και το εύρος των ενδιαφερόντων του (ιστορία της αμερικανικής κοινωνίας, μαρξισμός, αμερικανική λογοτεχνία, επιστημονική φαντασία, αμερικανικός κινηματογράφος, κόμικς, τζαζ, ροκ κ.λ.π.), του έδωσαν τη δυνατότητα να μπολιάσει τα μυθιστορήματά του με ένα σωρό ετερόκλητα στοιχεία.

Η «Πρηνής θέση του σκοπευτή» είναι η ιστορία ενός επαγγελματία δολοφόνου, του 28χρονου Μαρτίν Τεριέ, ατόμου συγκροτημένου που διαβάζει επιστημονική φαντασία, ακούει Μαρία Κάλλας και βλέπει αγγλικές κωμωδίες. Ωραίος, δυναμικός, θαρραλέος, ο Τεριέ σκοτώνει εν ψυχρώ άγνωστους στον ίδιο ανθρώπους κατ’ εντολήν μιας αόρατης «εταιρίας» την οποία διευθύνει ο μυστηριώδης κύριος Κοξ, αμερικανικής υπηκοότητας. Παιδί διαλυμένης οικογένειας, μεγαλωμένος από τον πατέρα του, ρακοσυλλέκτη και πότη -η μητέρα τους εγκατέλειψε ακολουθώντας ένα φορτηγατζή-, καθόλου υπερήφανος για την ταξική του καταγωγή, από μικρός έβαλε στόχο την έξοδό του από τη φτώχεια. Φιλοδοξεί να ανελιχθεί κοινωνικά και να παντρευτεί την ωραία Ανν, κόρη καλής οικογενείας, η οποία του υπόσχεται να τον περιμένει δέκα χρόνια -ως άλλη Πηνελόπη- όταν επιστρέψει πλούσιος. Για χάρη της, για τα όμορφα μάτια της, φεύγει στα 18 του στην Αφρική, όπου μάχεται μαζί με άλλους λευκούς μισθοφόρους στο πλευρό ντόπιων φυλάρχων που θέλουν να βάλουν φραγμό στη κομμουνιστική διείσδυση στη Μαύρη Ήπειρο. Δεινός σκοπευτής, ψύχραιμος και αποφασιστικός, κάνει άριστη εντύπωση στους ειδικούς και στρατολογείται με πλήρη απασχόληση ως πληρωμένος δολοφόνος.

Είναι εμφανής η πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει για διεθνή πολιτική -όλα του τα βιβλία έχουν πολιτικό υπόβαθρο, συχνά Δε βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα- και ιδιαίτερα να θίξει το φαινόμενο των μισθοφόρων που κατέκλυσαν την Αφρική τη δεκαετία του ’60, πολεμώντας για τους Γάλλους και τους Βέλγους, σε μια εποχή όπου τρίζανε τα θεμέλια της αποικιοκρατίας. Η στρατολόγηση τυχοδιωκτών προερχομένων από τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις, πρόθυμων να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους και να τη θυσιάσουν στο βωμό του εύκολου κέρδους, είναι μια ακόμη πτυχή του φαινομένου που τον προβληματίζει.

Η αντίστροφη μέτρηση για τον Μαρτίν Τεριέ αρχίζει από τη στιγμή που δηλώνει στον κ. Κοξ ότι επιθυμεί να εγκαταλείψει το «επάγγελμα» και να αρχίσει μια καινούργια ζωή. Επιστρέφοντας στη Γαλλία μετά από μια «αποστολή» στη Βρετανία, γεμάτος λεφτά και όνειρα, βρίσκει την Άνν παντρεμένη. Κατά δήλωσή της, δεν είναι πια «ένα αθώο και φρόνιμο κορίτσι από πορσελάνη», έχει αισθήσεις και ανάγκες του κορμιού που πρέπει να ικανοποιηθούν. Ο Τεριέ δεν πτοείται, έτσι κι αλλιώς έχει μάθει να παίρνει με το σπαθί του ό,τι επιθυμεί. Θεωρώντας ότι η γυναίκα του ανήκει -εξαιτίας της ξόδεψε τα καλύτερα χρόνια του στη ζούγκλα- τη ζητάει από τον σύζυγό της. Αν ο άνδρας της Ανν είναι εύκολος αντίπαλος, η «εταιρία» τον αντιμετωπίζει διαφορετικά: του αναθέτει μια τελευταία αποστολή, την εκτέλεση στο κέντρο του Παρισιού του σείχη Χακίμ, στελέχους του ΟΠΕΚ, προσκεκλημένου της γαλλικής κυβέρνησης. Η επιχείρηση -που σαν σχέδιο παραπέμπει στην αναλόγων συνωμοτικών δραστηριοτήτων δολοφονία του προέδρου Κένεντι στο Ντάλας του Τέξας το 1963- αποτυγχάνει, ο τεριέ όμως γίνεται ο ίδιος στόχος της αστυνομίας και της κρατικής ασφάλειας.

Στο σημείο τούτο ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ δεν σκοπεύει να γράψει μια κλασικού τύπου περιπέτεια με ήρωα έναν επαγγελματία δολοφόνο, κάτι που έκανε παλιότερα ο Γκρααμ Γκρην στο μυθιστόρημα «Ένα όπλο για πούλημα» (ΝΕΦΕΛΗ). Θέλει να αποκαλύψει τις άγνωστες δομές των μυστικών υπηρεσιών που στηρίζουν τις νόμιμες κυβερνήσεις και με μύριους τρόπους ρυθμίζουν τις τύχες των ατόμων, των λαών και των εθνών. Έχοντας στα χέρια τους έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό, αποτελούμενο από αδίστακτους ανθρώπους, ανάλγητους και σκοτεινούς, οι οποίοι διαθέτουν αφθονία πόρων και έμψυχου υλικού, παίζουν το βρώμικο παιχνίδι τους χωρίς να νοιάζονται για τις συνέπειες των πράξεών τους. Ο συγγραφέας τοποθετεί την ιστορία του στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με την παλαιστινιακή αντίσταση σε έξαρση, την κουβανική επανάσταση να γοητεύει τους ιδεαλιστές και τη Σοβιετική Ένωση να προσπαθεί να δημιουργήσει προγεφυρώματα σε πολλές περιοχές του κόσμου.

«Η πρηνής θέση του σκοπευτή», το τρίτο και καλύτερο μυθιστόρημα του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ που εκδίδεται στην Ελλάδα (τα άλλα δύο «Τι λούκι!» και «Νάδα» έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΣΤΑΧΥ), δείχνει το μεγάλο ταλέντο του, το οποίο είχε σπαταληθεί σε διάφορες απασχολήσεις, με κυριότερη εκείνη του μεταφραστή (σπούδασε αγγλική φιλολογία, χωρίς να διδάξει ποτέ). Εδώ βρίσκει οριστικά τον αποστασιοποιημένο τρόπο γραφής που αναζητούσε και φτάνει στην ωριμότητα της τέχνης του.



2. Ζαν-Πιερ Μπαστίντ

«Η παναγία των νέγρων» (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
Ο Ζαν-Πιερ Μπαστίντ μαζί με τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ έγραψαν, τα χρόνια που ακολούθησαν τα γεγονότα του Μάη του ΄68, το μυθιστόρημα «Αφήστε τα πτώματα να μαυρίσουν στον ήλιο» (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ).
Η ιστορία αρχίζει μια Παρασκευή πρωί, 16 Ιουλίου, κάπου στη Νότια Γαλλία, όταν τρεις άντρες ληστεύουν θωρακισμένο φορτηγό, συνοδευόμενο από δύο μοτοσικλετιστές, και σκοτώνουν τρία άτομα. Τελειώνει δε την επόμενη μέρα, Σάββατο απόγευμα, με την αποκατάσταση της τάξης -που διασαλεύτηκε από την εγκληματική πράξη- και την αναγκαία κάθαρση. Σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα ο αναγνώστης παρακολουθεί την ομάδα των ληστών να μεταφέρουν τη λεία τους -250 κιλά χρυσού- σε έναν εγκαταλειμμένο καταυλισμό με ένα στέισιον βάγκον. Οι τρεις γκάνγκστερ αναγκάζονται να αλλάξουν τα σχέδιά τους -αρχικά πίστεψαν ότι είχαν διαπράξει το τέλειο έγκλημα- εξαιτίας ενός απρόβλεπτου γεγονότος: δύο γυναίκες και ένα παιδί τους κάνουν οτοστόπ. Τότε δύο χωροφύλακες, ο Ρου και ο Λαμπέρ, τίθενται επί τα ίχνη τους, τους εντοπίζουν, τους πολιορκούν πεισματωδώς και τους εξωθούν σε μια μάχη μέχρι θανάτου.

Στη διάρκεια της μάχης, οι κακοποιοί, ένας αδίστακτος δικηγόρος, οι δύο γυναίκες, η πρόωρα γερασμένη ζωγράφος Λις και ο αλκοολικός συγγραφέας Μαξ Μπερνιέ, εμπλέκονται σε σχέσεις έρωτα και μίσους, αλληλεγγύης και προδοσίας, ενώ βγαίνουν στην επιφάνεια τα ανομολόγητα συναισθήματα που τους διακατέχουν και αποκαλύπτονται τα αρνητικά στοιχεία που τους χαρακτηρίζουν. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν τους ληστές απολύτως αρνητικούς, τους θεωρούν ως ενσάρκωση του κακού, αντιθέτως τους χωροφύλακες τους εμφανίζουν ως εκπροσώπους του καλού. Ειδικά ο Λαμπέρ, ένας συμπαθής υπερασπιστής του νόμου και της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, μισεί τους πλούσιους επειδή δεν είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται, σκέφτεται μάλιστα ότι «η αργία είναι μήτηρ πάσης κακίας». Κάπου στη μέση, μεταξύ καλών και κακών, στέκονται η Λις και ο Μαξ, αποτυχημένοι και κυνικοί, δύο ανθρώπινα κουρέλια, σκιές του νεανικού τους εαυτού (να συμβολίζουν άραγε την ήττα και τον εκπεσμό των πρωταγωνιστών της κοινωνικής αμφισβήτησης;).

Το μυθιστόρημα, γεμάτο αγριότητα και αίμα -μπορεί να χαρακτηρισθεί σπουδή στη βία- έχει χάπι εντ, αφού η παράβαση της νομιμότητας επανορθώνεται. Κατά κάποιο τρόπο θυμίζει τον «Κόκκινο θερισμό» του Ντάσιελ Χάμετ -του αγαπημένου συγγραφέα του Μανσέτ- όπου μια ολόκληρη πόλη, η Πόιζονβιλ, μετατρέπεται σε κόλαση και καταστρέφεται στην ανηλεή μάχη ανάμεσα στους αστυνομικούς και στους ανθρώπους του υποκόσμου. Μόνο που εδώ δεν έχουμε πόλη με χιλιάδες κατοίκους αλλά έναν ερειπωμένο συνοικισμό, μακριά από κατοικημένες περιοχές. Οι δύο αριστερών φρονημάτων συγγραφείς, σε αντίθεση με άλλα βιβλία τους, δεν εκφράζουν πολιτικές απόψεις, δεν καταγράφουν κοινωνικά φαινόμενα που άπτονται της πολιτικής -το έγκλημα βεβαίως εντάσσεται στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η κινηματογραφική αφήγηση υπηρετεί πρωτίστως τη δράση, το ίδιο και οι διάλογοι, γι΄αυτό το «Αφήστε τα πτώματα να μαυρίσουν στον ήλιο» διαβάζεται ως γκανγκστερική περιπέτεια. Ας θυμηθούμε ότι για μεν τον Μανσέτ υπήρξε η αρχή μιας επιτυχημένης συγγραφικής σταδιοδρομίας, για Δε τον Μπαστίντ ήταν ένας σταθμός στην πορεία του ως σεναριογράφου και σκηνοθέτη.

Thursday, August 24, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα V: Η Ελβετική εκδοχή


ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΕΛΙΓΜΟΙ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡ. ΝΤΙΡΕΝΜΑΤ

Ο Ντίρενματ (1921-1991), γνωστός γερμανόφωνος Ελβετός θεατρικός συγγραφέας, υπήρξε με το συμπατριώτη του Μαξ Φρις από τους βασικούς ανανεωτές του γερμανικού θεάτρου, αμέσως μετά τον πόλεμο.
Ο Ντίρενματ, εκτός από το πλούσιο και αναγνωρισμένο θεατρικό του έργο, έγραψε και τέσσερα αστυνομικά μυθιστορήματα. «Ο δικαστής και ο δήμιος»-1952(ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΧΤΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ), «Η υποψία»-1953, «Η δικαιοσύνη»-1955 και το 1958 την «Υπόσχεση» με υπότιτλο «Ρέκβιεμ για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα» (και τα τρία από τις εκδόσεις ΡΟΕΣ).

«Μπορώ να σας διηγηθώ την ιστορία γένεσης των αστυνομικών μυθιστορημάτων μου (έλεγε ο Ντίρενματ σε συνέντευξή του το 1977). Είχα πάει, νεαρός συγγραφέας, στη Βασιλεία (η γυναίκα μου έπαιζε εκεί θέατρο). Μετά ήρθε το άνοιγμα του επαγγελματικού μου δρόμου... Θυμάμαι ακόμη πως περπατούσα σαν πλούσιος -τουλάχιστον έτσι ένιωθα- ανάμεσα στις κρεβατίνες της Βέρνης, 750 φράγκα το μήνα! Ύστερα όμως ακολούθησε η μεγάλη καταστροφή με το «Μισισιπή», που απορρίφθηκε από τον εκδοτικό οίκο... Ξαφνικά δεν είχα τίποτα.
Τότε έπρεπε να γράψω, δεν είχα άλλη επιλογή. Έγραψα, λοιπόν, κατά παραγγελία τα αστυνομικά μυθιστορήματα «Ο δικαστής και ο δήμιος» και «Η υποψία»... Και σαν να μην έφθανε αυτό, κατά τη διάρκεια αυτής της εργασίας ήμουν κι άρρωστος, στο νοσοκομείο».

Το όλο όμως εγχείρημα της ενασχόλησης του Ντίρενματ με το είδος δεν παγιδεύεται στην κατά παραγγελία συγγραφή για βιοπορισμό και με έντεχνο τρόπο προβάλλει την προβληματική του θεατρικού συγγραφέα στο αστυνομικό μυθιστόρημα, σχολιάζοντας μάλιστα την περιπέτειά του μέσα στο ίδιο το «Δικαστή και το δήμιό του». Ο ήρωάς του, ο επιθεωρητής Μπέρλαχ, υποφέρει από το στομάχι του σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος.
«Σχετικά με αυτό», λέει ο Ντίρενματ, «θα σας διηγηθώ μια πολύ ωραία ιστορία. Παλιά ήμουν μεγάλος καπνιστής και τα πούρα έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στα έργα μου. Ξαφνικά έπρεπε να σταματήσω να καπνίζω και με μιας πρόσεξα πως οι ήρωές μου δεν κάπνιζαν πια. Βλέπετε; Επειδή δεν κάνει να καπνίζω πια, οι ήρωές μου προσαρμόστηκαν και δεν το κάνουν πια ούτε αυτοί. Κι όταν δεν θα κάνει πια να πιω ούτε γουλιά, ίσως να γίνουν κι αυτοί μέλη αντιαλκοολικού σωματείου!»

Η αστυνομική πλοκή του Ντίρενματ είναι «κλασική» με αναπάντεχες ανατροπές. Αλλά στη βάση της έχει μια βασική σκηνή, ένα θεατρικό δραματουργικό πυρήνα. Στο «Ο δικαστής και ο δήμιος» είναι η νεανική υπόθεση του Μπέρλαχ με τον Γκάστμαν, όπου ο τελευταίος πραγματοποιεί μπροστά στα μάτια του ένα φόνο, με τον Μπέρλαχ να στέκεται αδύναμος να αποδείξει την ενοχή του. Το σχέδιό του -κάτι σαν στόχος ζωής- είναι να στοιχειοθετήσει την ενοχή του σε έναν άλλο φόνο που δεν πραγματοποίησε ποτέ.
Αφηγηματικός ελιγμός που έχει το προηγούμενό του στον Χάμετ και το διήγημά του «Χρυσό πέταλο» με ήρωα τον Κοντινένταλ Οπ. Όπως συμβαίνει συχνά με τα λογοτεχνικής εμβέλειας αστυνομικά μυθιστορήματα, «Ο δικαστής και ο δήμιος» αντλεί τη γοητεία του από τη σκηνογραφία.

Το μυθιστόρημα είναι του 1952, αλλά αυτό το «ελβετικό» στην ατμόσφαιρά του, στη δίγλωσση χώρα με τα ακαθόριστα εσωτερικά σύνορα, τα καντόνια και τις αυτονομιστικές τάσεις, με τα «οικονομκά» (γενικώς) συμφέροντα να γίνονται υπέρτατος νόμος που κανονίζει το ρυθμό της ζωής, αυτό το «ελβετικό» επανέρχεται ως κάτι το ασαφές στον απόλυτα ακριβή προσδιορισμό του, αλλά εξαιρετικά απτό ως αίσθηση για το σημερινό αναγνώστη της εποχής του «αποχρωματισμού» των ιδεολογικών, πολιτικών ή και εθνικών ακόμα ταυτοτήτων στη Γηραιά Ήπειρο και κάνει τον Ντίρενματ, ειδικά στην αστυνομική εκδοχή του, εξαιρετικά επίκαιρο για μια ακόμα φορά.-

Wednesday, August 23, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα ΙV: Η Λατινοαμερικάνικη εκδοχή


Με την εμφάνιση του είδους, η Λατινική Αμερική εκδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον για τα μυθιστορήματα αστυνομικού χαρακτήρα.

Στη δεκαετία του ‘40, ο Μπόρχες και ο Αντόλφο Κασάρες απέδωσαν στο είδος τίτλους ευγενείας, διευθύνοντας από το 1944 τη σειρά διηγημάτων El Septimo Circulo και σε δέκα χρόνια εξέδωσαν πάνω από εκατό μυθιστορήματα μυστηρίου. Αρκετά αργότερα, στη δεκαετία του ‘50, άρχισαν να γίνονται κάποιες μεταφράσεις αμερικανικών αστυνομικών, τα οποία επηρέασαν αρκετά το είδος.

Μια από τις πρώτες τοπικές παραγωγές, ήταν το «Δε σας λέω αντίο» του Αργεντινού δημοσιογράφου Οσβάλντο Σοριάνο, ο οποίος αναμιγνύει σε μια αφήγηση όλο νοσταλγία τα πρόσωπα του Μάλροου και του Σταν Λόρελ... Ακολούθησαν και άλλοι, ιδιαίτερα στο Μεξικό, όπου ο Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ ξεκινάει μια σειρά το 1976 με ένα ντετέκτιβ που δρα στο Μεξικό.

Οπως στην Ιστορία, όπου το τέλος της δικτατορίας προκαλεί την άνθιση της «μαύρης» λογοτεχνίας, το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται και σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς είναι δημοσιογράφοι που έχουν ήδη αγωνιστεί κατά της δικτατορίας, στο παρελθόν είχαν στρατευθεί σε πολιτικά κινήματα και είχαν γνωρίσει την εξορία ή την παρανομία.

Ιδιαίτερα ευφάνταστοι, γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα χρησιμοποιώντας αρχέγονους μύθους, παρωδώντας τους συνεχώς. Φαντασία και κριτική, χιούμορ και σαρκασμός, τρυφερότητα και ανθρωπισμός, εξεζητημένες αφηγηματικές κατασκευές, είναι μερικά από τα εφόδιά τους.

ΙΣΠΑΝΟΙ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Τι έχει, λοιπόν, αλλάξει στις προτάσεις των νέων λατινοαμερικανικών αστυνομικών περιπετειών εν σχέσει προς τις δυτικές εκδοχές του είδους?
«Μαύρες ιστορίες» από τη Λατινική Αμερική.


Η μόνη ισπανόφωνη χώρα με μια πενιχρή έστω αλλά υπαρκτή λογοτεχνική παραγωγή σε «ιστορίες μυστηρίου» ήταν η πατρίδα του Θερβάντες. Την Ισπανία επίσης γνωρίσαμε ως τόπο δράσης σχετικών ιστοριών σε βιβλία αγγλοσαξόνων κυρίως συγγραφέων. Τη λατινοαμερικάνικη εκδοχή του «νουάρ» την είχαμε δεξιωθεί αναγνωστικώς μέσα από ορισμένες διανοητικές, μιμητικές ασκήσεις του Μπόρχες κυρίως, οι οποίες απέβλεπαν, ως γνωστόν, στην καλλιέργεια των εμμονών του μεγάλου αγνωστικιστή στυλίστα.

Σχετικά πρόσφατα, λοιπόν κατά την τελευταία εικοσαετία, ορισμένοι ισπανόφωνοι υπερατλαντικοί συγγραφείς άρχισαν, όχι απλώς να ενοφθαλμίζουν στα βιβλία τους στοιχεία θρίλερ, «νουάρ» και άλλων υποκατηγοριών του είδους των «ιστοριών μυστηρίου», αλλά να παράγουν απερίφραστα «μαύρα» κείμενα καθαρόαιμα: νουβέλες και μυθιστορήματα που μοιάζουν να υπογράφτηκαν από παραδοσιακούς δημιουργούς αστυνομικών περιπετειών.

Οι απόψεις του μεγάλου ποιητή Auden, αν και καταλήγουν σε αποθαρρυντικά συμπεράσματα για την αξία της συγκεκριμένης γραφής, εντούτοις προδίδουν την αφοσιωμένη έξη του ποιητή για τη τελευταία. Ο Auden, απηχώντας τις ιδέες των περισσοτέρων μας μιλούσε, μεταξύ άλλων, και για τη γοητεία (χωρίς πνευματική συνέχεια) που ασκούν οι αστυνομικές ιστορίες στον αναγνώστη, υπογραμμίζοντας τον ψυχαγωγικό (διασκεδαστικό) συντελεστή τους. Στη συνέχεια απεδείκνυε ,με ελκυστικά επιχειρήματα, τη μειονεκτικότητα του είδους εν σχέσει προς τα σπουδαία «θρίλερ» της λογοτεχνίας, την καφκική «Δίκη» κ.λ.π. λόγω του επιπόλαιου χειρισμού, έλεγε, εκ μέρους των αστυνομικών ιστοριών, του στοιχείου της ενοχής, που δεν σχετίζεται μονοσήμαντα με την αλήθεια και την άγνοια.
Τον προβληματισμό αυτό φαίνεται να τον έχουν απεμπολήσει και να τον περιφρονούν οι σύγχρονοι λατινοαμερικάνοι συγγραφείς, που καταπιάνονται με διάφορες εκδοχές «μυστηρίου» στα βιβλία τους, προσεγγίζοντας πρωτογενώς τη «μαύρη» θεματολογία. Έτσι αναμειγνύουν στα κοκτέιλ που μας σερβίρουν, τον Έλερι Κουίν με τον Ρέημοντ Τσάντλερ, τον Τζέημς Ελρόυ με τον Τζέημς Κέην, τον Ογκύστ Λε Μπρετόν με τον Ντάσιελ Χάμετ κ.λ.π. Μέσα από τις σελίδες τους «βλέπουμε» πλάνα κινηματογραφικά από παλιές χολυγουντιανές ταινίες «νουάρ», με λίγη φύση τροπική και ανάλογη εξωτική ατμόσφαιρα στο γενικότερο δραματουργικό κλίμα. Τι έχει, λοιπόν, αλλάξει στις προτάσεις των νέων λατινοαμερικανικών αστυνομικών περιπετειών εν σχέσει προς τις «δυτικές» εκδοχές του είδους; Τα πολιτικά, κοινωνικά σημαινόμενα, τα οποία στα πρώτα κείμενα είναι πιο ευδιάκριτα. Επίσης στο επίπεδο των ιδεών παρατηρεί κανείς μεγαλύτερη τάση στον πεσιμισμό και τη σκοτεινότητα.

Σήμερα κάθε είδος «παραφιλολογίας» δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως τροφή για αναγνωστικά διαλείμματα. Αυτό μηνύουν συγγραφείς, αριστείς του είδους, που χωρίς συμπλέγματα καλλιεργούν αυτή τη... δυτέρας ποιότητος γραφή.

1. Εντουάρντο Μεντόθα
Με διάφορες ευκαιρίες ο καταλανός συγγραφέας Εντουάρντο Μεντόθα έχει επισημάνει πως ένα είδος νουβέλας, εκείνο που ο ίδιος ονομάζει «μυθιστόρημα του καναπέ», έχει πεθάνει. Η άποψη του συγγραφέα των «Η Πόλη των θαυμάτων», « Η αλήθεια για την υπόθεση Σαβόλτα», «Τα χρόνια της πλημμύρας» (ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ) και «Το μυστήριο της στοιχειωμένης κρύπτης» (ΑΣΤΑΡΤΗ), είναι πως η κρίση του μυθιστορήματος οφείλεται εν μέρει στην απουσία του επικού στοιχείου από τα λογοτεχνικά κείμενα, αφού η εποχή μας δεν παράγει επικές καταστάσεις. Σε μια πρόσφατη ομιλί ατου σε πανεπιστήμιο του Σανταντέρ είχε την ευκαιρία να αναλύσει την άποψή του:
«Δεν θέλω να εμπλακώ στη συζήτηση για την κατάσταση της υγείας της λογοτεχνίας εν γένει, αλλά να περιοριστώ σε ένα συγκεκριμένο είδος, σε αυτό που επιδίδομαι από τότε που γράφω βιβλία, εδώ και 25 χρόνια, στο «μυθιστόρημα του καναπέ». Από καιρό έχω διαπιστώσει πως αυτός ο όρος δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής. Εξ ορισμού κάθε μυθιστόρημα είναι φτιαγμένο για να διαβαστεί από τον αναγνώστη ξαπλωμένο σε έναν καναπέ ή σε ένα παρόμοιο έπιπλο, το οποίο πρέπει να προσφέρει κυρίως άνεση. Είναι πιθανό το μυθιστόρημα, αφενός, και ο καναπές ή μια βαθιά πολυθρόνα αφετέρου, να εμφανίζονται συγχρόνως ή ανεξάρτητα, αλλά τι καλύτερο μπορεί κανείς να κάνει ξαπλωμένος σε αυτά, παρά να διαβάσει ένα μυθιστόρημα? Επιπλέον η εικόνα κάποιου που διαβάζει σε έναν καναπέ ένα «μυθιστόρημα του καναπέ», μου εμπνέει αισθήματα νοσταλγίας, σε μια εποχή που αφθονούν τα «μυθιστορήματα της πλαστικής καρέκλας» και της «πετσέτας και ομπρέλας» στις παραλίες. Δεν πρόκειται για διαφορετικά μυθιστορήματα αλλά για διαφορετικού είδους βιβλία.

Οι απόψεις μου όμως ερμηνεύονται ως αναγγελία θανάτου του μυθιστορήματος και έχουν προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται. Καθώς όμως δεν εμπιστεύομαι τις απόψεις, ιδιαίτερα όταν περιέχουν γενικότητες, διαβάζω και ακούω με μεγάλη προσοχή τα όσα λέγονται γι’ αυτό το θέμα. Όμως το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Ο θάνατος του μυθιστορήματος έχει επισημανθεί πολλές φορές και πάντα δικαίως. Τελικά ένα λογοτεχνικό είδος, κατά αντιδιαστολή με ό,τι συμβαίνει στους μυθιστοριογράφους, μπορεί να πεθάνει πολλές φορές, και αυτό ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Αλλά ας δούμε γιατί.

Κανείς δεν ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει ο όρος «μεταμοντέρνο», έτσι θα τον αφήσω στην άκρη. Στη θέση του θα χρησιμοποιήσω τον όρο «μεταπρωτοποριακό». Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα των λεγόμενων καλλιτεχνικών πρωτοποριών υπήρξε η μετατροπή όλων των προσώπων που είχαν σχέση με την τέχνη, τόσο των δημιουργών όσο και του κοινού, σε κριτικούς. Με το μυθιστόρημα συνέβη ακριβώς το ίδιο. Ορισμένοι θεωρούσαν τον «Οδυσσέα» ως ορόσημο της επιτυχέστερης περιόδου του μυθιστορήματος, άλλοι τη «Μαντάμ Μποβαρύ». Το πιθανότερο είναι πως αυτή η καθιέρωση του μυθιστορήματος έγινε με σταδιακό τρόπο. Το σίγουρο είναι πάντως πως έφθασε στο απόγειό της με το εξπρεσιονιστικό μυθιστόρημα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τον αιώνα που διανύουμε. Αυτό που θεωρώ σημαντικό είναι πως, όπως και στις άλλες τέχνες, τέτοιες εμπειρίες έχουν οδηγήσει σε παραβιάσεις των ορίων των αφηγηματικών συμβάσεων, καθιστώντας προφανές το περιοριστικό των ορίων και το συμβατικό των συμβάσεων. Ο μηχανισμός του παιχνιδιού παραμένει ορατός και κυρίως η διεκδίκηση της συμμετοχής του αναγνώστη σ’ αυτό. Η παλαιότερη άποψη του μυθιστορήματος ως καθρέπτη της ζωής παρέμενε, αλλά αυτός ο καθρέπτης αντανακλούσε μόνο το πρόσωπο που διαβάζει το μυθιστόρημα.

Από εκείνη τη στιγμή το μυθιστόρημα έχασε τη δύναμη που είχε. Μιλώντας για δύναμη, εννοώ αυτή του μυθιστορήματος και όχι του μυθιστοριογράφου. Ο μυθιστοριογράφος δεν εθεωρείτο ένα ανώτερο πρόσωπο ούτε καν στα μάτια των πιο φανατικών αναγνωστών του. Αντιθέτως, όπως ο ζωγράφος ή ο μουσικός, ο συγγραφέας υπήρξε ένας απλός τεχνίτης από τα χέρια του οποίου έβγαιναν αντικείμενα εξαιρετικής αξίας. Αν το μυθιστόρημα εκτιμήθηκε τόσο πολύ από την κοινωνία ήταν επειδή του είχε ανατεθεί η ευθύνη της παρουσίασης της πραγματικότητας. Βεβαίως, δεν αντιπροσώπευε την πραγματικότητα αλλά την άποψη που είχε η κοινωνία γι’ αυτή. Και στο μέτρο που αντικατόπτριζε αυτή την πραγματικότητα, μπορούσε και να τη μεταβάλει. Σήμερα δεν συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά.

Σε κάθε περίπτωση το μυθιστόρημα, καταξιωμένο μέσα από αυτή την εμπειρική διαδικασία, απαλλαγμένο από την ευθύνη της διαμόρφωσης της πραγματικότητας, υπήρξε ελεύθερο να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε σύμβαση στο παιχνίδι του. Όλα τα είδη που παλαιότερα θεωρούνταν εξαντλημένα, με την έννοια πως δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν την αποστολή τους, επέστρεψαν με μεγάλη δύναμη, αλλά σε επίπεδο παιχνιδιού. Ανάμεσα στο μυθιστοριογράφο και τον αναγνώστη είχε δημιουργηθεί μια σχέση συνενοχής και μέσα από αυτή τη σχέση το μυθιστόρημα έζησε στις δεκαετίες του ’70 και του ΄80 μια νέα λαμπρή περίοδο. Κατά κάποιον τρόπο αυτό οφειλόταν και στο ότι η στάση αυτή προσδιόριζε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμασταν την πραγματικότητα: αποστασιοποιημένα και σαρκαστικά. Ωστόσο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το κύκνειο άσμα του.

Σήμερα το μυθιστόρημα μετασχηματίστηκε σε μια αξιοπρεπή, πολιτισμένη και παιδευτική μορφή διασκέδασης (σε σχέση με άλλες μορφές καθαρά μηχανικές ή άμεσα αποχαυνωτικές) και οι αναγνώστες έγιναν απλοί καταναλωτές μυθιστορημάτων. Βεβαίως το μυθιστόρημα θα εξακολουθήσει να διαβάζεται και να γράφεται, αλλά δεν θα είναι μυθιστόρημα ή δεν θα είναι αυτό που μέχρι πρότινος εννοούσαμε με τον όρο μυθιστόρημα.

Το κλασικό μυθιστόρημα, το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, διατηρεί την αξία του και στις ημέρες μας και γι΄ αυτόν το λόγο πολλοί προσπαθούν να το μιμηθούν. Αλλά πρέπει επίσης να επισημάνουμε πως ακόμη και στα μεγάλα μυθιστορήματα αυτής της εποχής διακρίνουμε μια τάση μακρηγορίας που θέτει σε δοκιμασία την υπομονή του αναγνώστη, όχι επειδή ο ρυθμός του είναι αργός (κανείς δεν θα κατηγορούσε τον Προυστ για κάτι τέτοιο), αλλά γιατί παραπέμπει σε κάποια ενδιαφέροντα που ο σημερινός αναγνώστης δεν αισθάνεται την ανάγκη τους. Ωστόσο υπάρχει και κάποιο άλλο σημείο που θα ήθελα να θίξω. Ο πυρήνας του μυθιστορήματος είναι το έπος, και η εποχή μας δεν παράγει επικές ηρωϊκές καταστάσεις. Ασφαλώς θα πρέπει να αισθανόμαστε ευτυχείς γι αυτό, αρκεί να σκεφθεί κανείς τη θεματική των μεγάλων μυθιστορημάτων: πόσα μυθιστορήματα που σήμερα θεωρούνται κλασικά δεν περιέχουν εξιστορήσεις γεγονότων με τις ναπολεόντειες εκστρατείες, τον εμφύλιο της Αμερικής ή τους δύο παγκόσμιους πολέμους; Θέλω να πω πως δεν αξίζει τον κόπο να οργανώσουμε μια εκατόμβη για τη σωτηρία του μυθιστορήματος, αλλά πιστεύω επίσης πως η απουσία ενός συλλογικού τραύματος και το σχετικά προβλέψιμο τέλος του καθενός δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της φαντασίας. Εξ ου και η υπερπληθώρα των ιστορικών μυθιστορημάτων σε αναζήτηση συγκλονιστικών εποχών και η στροφή του μυθιστορήματος τις τελευταίες δεκαετίες στη Λατινική Αμερική, την Ινδία κ.λ.π., αν και σε μερικές περιπτώσεις πρόκειται για ένα φαινόμενο εξομοίωσης και τίποτε άλλο».



2. Ντανιέλ Τσαβαρία.
«Αν με ξαναδείτε γράφτε μου», «Χαιρετίσματα στο θείο» (ΟΠΕΡΑ).
Ο Ντανιέλ Τσαβαρία, γεννημένος στην Ουρουγουάη το 1933, έχει κατά τη διάρκεια του τυχοδιωκτικού βίου του περιπλανηθεί σε πολλές χώρες και επαγγέλματα ώσπου να καταλήξει -διαπράττοντας αεροπειρατεία!- το 1970 στην Κούβα, όπου και διαβιεί έκτοτε διδάσκοντας αρχαία ελληνικά, λατινικά και κλασική φιλολογία. Φαίνεται, λοιπόν, αν λάβουμε υπόψη μας περιπτώσεις όπως του Σεπούλβεδα κ.α., ότι δεν θα ήταν υπερβολή αν μιλούσαμε για την ύπαρξη μιας νέας γενιάς λατινοαμερικανών συγγραφέων γαλουχημένων στα απελευθερωτικά κινήματα των δεκαετιών του ’60 και του ’70, οι οποίοι, υπό το βάρος των έντονων βιωμάτων τους, καταστάλαξαν στις ημέρες μας ως μια ώριμη και πρωτότυπη λογοτεχνική δύναμη.

Το «Αν με ξαναδείτε γράφτε μου», είναι μια σαρκαστική όσο και καυστική ματιά πάνω στη σύγχρονη Κούβα, την άλωσή της από ξένα οικονομικά συμφέροντα, αλλά και τη μοναξιά των ανθρώπων της και το όνειρο της φυγής τους προς κάποια πλούσια χώρα. Η κεντρική ηρωίδα του, η νεαρή και θελκτική Αλίσια, έχει οργανώσει ένα απλό όσο και αποτελεσματικό σχέδιο ανεύρεσης ευκατάστατου γαμπρού, από τον οποίο προσδοκά να τη βγάλει από την οικονομική μιζέρια και να της προσφέρει μια άνετη και λαμπερή ζωή σε κάποιο ξένο τόπο. Η Αλίσια καβαλάει το ποδήλατό της και βγαίνει στους δρόμους της Αβάνας περιμένοντας τον αφελή πλην ευκατάστατο τουρίστα ή επιχειρηματία που θα πέσει στην παγίδα της σαγήνης και του αδιαμφισβήτητου κάλλους της. Στη συνέχεια τον παρασύρει στο σπίτι της, όπου με την αμέριστη συνδρομή της μητέρας της Μαργαρίτας προβαίνει σε μια καλοσχεδιασμένη επιχείρηση γοητείας του ανυποψίαστου «γαμπρού», ένα μείγμα σεξουαλικής πρόκλησης, καλού φαγητού και αδέκαστης υπερηφάνειας. Η γνωριμία της με τον πολλά υποσχόμενο Χουανίτο -ψευδώνυμο του καναδού τυχοδιώκτη Τζον Κινγκ- θα αλλάξει τη ζωή της προσφέροντάς της την ευκαιρία που χρόνια περίμενε. Ωστόσο η συνέχεια της σχέσης τους κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις και το όνειρο του γρήγορου πλουτισμού θα γίνει πραγματικότητα για άλλους, όχι όμως για την «ξεζουμισμένη» Αλίσια και την κουτοπόνηρη μαμά της.

Ο Ντανιέλ Τσαβαρία περιγράφει με πραγματική μαεστρία και δαιμονισμένη ταχύτητα τη διαδικασία με την οποία η νεαρή Αλίσια μετατρέπεται με τις ευλογίες της μητέρας της σε πόρνη μέσα από μια σειρά απολαυστικά περιστατικά, που υποδηλώνουν το πνεύμα και τη σχέση των δύο γυναικών, την αφέλεια αλλά και την πονηριά των τρόπων τους. Η εκμετάλλευση του απαράμιλλου κάλλους της νεαρής Αλίσια, τόσο από την ίδια όσο και από τη μάνα της, σαν να πρόκειται για πραγματικό ανθρώπινο κεφάλαιο, δίνεται με φυσικότητα και σπιρτάδα, δίχως υπόνοια μιζέριας. Η Αλίσια πουλάει το σώμα της ανάλαφρα, στα πλαίσια μιας δικής της εμπνεύσεως οικογενειακής επιχείρησης, πεπεισμένη όχι μονάχα ότι κάνει το σωστό και πρέπον αλλά ότι θα ήταν σπατάλη και ανοησία το αντίθετο. Η φυγή από τη χώρα με όχημα τον πλούσιο γαμπρό φαντάζει ως η μόνη ενδεδειγμένη λύση σε ένα περιβάλλον όπου, ειδικά μετά την πτώση των λοιπών κομμουνιστικών καθεστώτων, οι ευκαιρίες για οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση μειώθηκαν δραματικά.

Ωστόσο από το μέσο της νουβέλας και στη συνέχεια το ενδιαφέρον για τα πρόσωπα μεταφέρεται όλο και περισσότερο στην πλοκή και ο συγγραφέας μοιάζει να παραδίδεται ολοκληρωτικά στο αστυνομικό μέρος της ιστορίας του. Οι μικρές νύξεις και χαριτωμένος τρόπος γραφής που στην αρχή εμπλούτιζαν το κείμενο δίνουν τη θέση τους σε μια επιτηδευμένα και συνειδητά στεγνή αφήγηση. Το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την εξέλιξη της ιστορίας παραμένει μεν αμείωτο, ωστόσο το τέλος της, μολονότι αναπάντεχο, δεν δικαιώνει, έστω εκ των υστέρων, τις επιλογές του συγγραφέα και στερεί από το βιβλίο τα στοιχεία εκείνα που θα του προσέδιδαν ένα ειδικό βάρος μεγαλύτερο του ευχάριστου και εξωτικού αναγνώσματος.

Ο αμοραλισμός των ξένων επενδυτών και τυχοδιωκτών στη Κούβα, η ηθική τους απαξίωση από τον συγγραφέα και η εκδίκηση του φτωχού -πρώην ρομαντικού και αναρχικού- λογιστή στο τέλος διακατέχονται από απλοϊκότητα και μια διάθεση εύκολου πολιτικού σχολιασμού που δεν συνάδει προς την πολυπρισματικότητα και το βάθος που θα περιμέναμε από έναν τόσο προικισμένο δημιουργό.



3. Μέμπο Τζιαρντινέλλι.
«Φλογισμένη σελήνη» (ΟΠΕΡΑ).
Το «Φλογισμένη σελήνη» του Αργεντινού Τζιαρντινέλλι είναι λιγότερο χιουμοριστικό από το προηγούμενο «νουάρ» μυθιστόρημα και πιο αυστηρά τοποθετημένο στους κώδικες της εξέχουσας αυτής «παραλογοτεχνίας». Αν και ολίγος μαγικός ρεαλισμός ή μάλλον δόσεις φανταστικής λογοτεχνίας προστίθενται ως καρύκευμα στο έδεσμα, αποσπώντας το από τα καθιερωμένα. Ο παρασκευαστής του δεν ανανεώνει, βέβαια, δυναμικά το είδος από άποψη δομής ή νέων ιδεών, ούτε κάτι ανάλογο διακρίνεται στις προθέσεις του: ακολουθεί και αυτός τη «γραμμή» του Ουρουγουανού ομολόγου του. Στηρίζεται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πατρίδας του, της μιλιταριστικής Αργεντινής, η οποία προσφέρει, όπως και η Κούβα, ένα ενδιαφέρον ντεκόρ, αξιοποιήσιμο από δραματουργική άποψη. Επιπλέον η γεύση μαγικού ρεαλισμού, αναμεμειγμένη με φαντασιακή τοιαύτη, τονώνει το τελικό εύρημα και οδηγεί σε κάποιου είδους μυστηριακή φυγή. Αλλά ο ενήμερος αναγνώστης ρέκτης του είδους, δεν προσλαμβάνει ως πρωτότυπες αυτές τις λύσεις, κορεσμένος από χιλιάδες παρόμοια αφηγηματικά και δραματουργικά «κόλπα» της κεντροαμερικανικής και ευρωπαϊκής «παραλογοτεχνίας». Το κέρδος γι’ αυτόν είναι ότι έρχεται σε επαφή με αργεντίνικο «νουάρ» και αυτό δεν είναι λίγο για ένα συλλέκτη. Ότι οι ήρωες κατάγονται από τη χώρα του Μπόρχες και μέσα σ’ αυτήν βιώνουν τις περιπέτειές τους. Κατά τα άλλα πώς να σχολιάσεις την ακόλουθη γραμμική, «σκοτεινή» ιστορία;

Ένας νεαρός επιστήμονας επιστρέφει στη στρατοκρατούμενη πατρίδα του και υπό το εκμαυλιστικό σεληνιακό φως υποκύπτει στα θέλγητρα της ανήλικης κόρης του ηλικιωμένου οικογενειακού του φίλου, ενώ φιλοξενείται στην έπαυλη του τελευταίου. Ο ήρωας νομίζοντας ότι έχει σκοτώσει την ανήλικη κατά τη συνεύρεση, επειδή εκείνη αντιστάθηκε, σκοτώνει το φίλο του που καίτοι μεθυσμένος, έδειχνε να έχει αντιληφθεί το περιστατικό. Αφού σκηνοθετεί την αυτοκτονία του πατέρα της μικρής, υποκρίνεται τον αθώο στις έρευνες της αστυνομίας η οποία τον υποπτεύεται και τον πιέζει να ομολογήσει. Η μικρή... ως δια μαγείας ζωντανεύει και βοηθάει τον ήρωα με βαρύ αντάλλαγμα μια προσκόλληση πάνω του, δίκην ερωτικής αράχνης.

Η «Λολίτα» του Τζιαρντινέλλι είναι πειστική ως μοιραία γυναίκα χάρη στην ηδυπαθή αφοσίωση του τελευταίου, ενώ η όλη ατμόσφαιρα υποβάλλει ακριβώς, γιατί ο συγγραφέας παίζει με συνέπεια εντός των κανόνων του παιχνιδιού.



4. Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα.
«Πανσέληνος» (ΠΑΤΑΚΗΣ).
Η πανσέληνος φωτίζει μαγικά. Μεταμορφώνει, εξάπτει τη φαντασία, ερεθίζει τον Ίμερο. Η θεότητα της Σελήνης έχει τη μορφή του έρωτα κατά την εθνολογία: τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ο πολύτιμος Παναγής Λεκατσάς για τις δοξασίες των προϊστορικών. Στα διηγήματα του Πιραντέλο ένα άλογο πεθαίνει μπροστά στο φωτεινό δίσκο του υπέρλαμπρου αστέρος, ένας απλοϊκός άνθρωπος εξαϋλώνεται σε μυστηριακή οντότητα. Ο λυκάνθρωπος καταυγάζεται από το σεληνιακό φως και αναζητεί θύματα, οι νυχτερίδες τρελαίνονται, το σύννεφο σχίζει το φεγγάρι ταυτόχρονα με το ξυράφι που διαιρεί το μάτι της γυναίκας στο περιβόητο πρελούδιο του σουρεαλιστικού «Ανδαλουσιανού σκύλου».

Από τις Βαλπούργιες Νύχτες ως τον Ο’ Νηλ και από τις ονειροφαντασίες του Σέξπηρ και του Μελιές έως τις παγανιστικές τελετές της Ανατολής, το «φως της νύχτας» προκαλεί τας φρένας ή και μπερδεύει ηδονικά: η λάμψη του δεν φωτίζει τίποτα, μάλλον συσκοτίζει κάνοντας τις σκιές πιο απειλητικές και την ηρεμία έτοιμη να εκραγεί...

Η σελήνη έχει παράξενο χαρακτήρα, όταν στη φόρτισή της κάνει τη σχέση της με τη νύχτα πιο έντονη. Το σκοτάδι που διαδέχεται την ημέρα είναι απαραίτητο γιατί τα πράγματα πρέπει να χάσουν τη βαρύτητα και την προφάνειά τους: όταν προβάλλει η πανσέληνος, το ημίφως επιβάλλεται ως αναπόφευκτη πραγματικότητα, ως σημαίνουσα απόχρωση, αναιρετική της βασικής διχοτομίας μεταξύ ημέρας και νύχτας. Να γιατί στέγασε την ιστορία του ο Μολίνα υπό τον τίτλο «Πανσέληνος». Το «νουάρ» που υιοθετεί ως είδος για να αφηγηθεί μια ρευστή αστυνομική ιστορία στη σύγχρονη επαρχιακή Ισπανία ο γνωστός συγγραφέας, τον εξυπηρετεί τα μέγιστα.

Η πανσέληνος συσκοτίζει παρά φωτίζει, εν προκειμένω, τη μικρή ανδαλουσιανή πόλη, της οποίας το όνομα και μόνο κινητοποιεί τους συνειρμούς μας από άλλα πάθη, ενός διαφορετικού, καθαρά ποιητικού κλίματος: έκείνου του Λόρκα, βεβαίως, μέσα στο οποίο εμβαπτίζει περίεργα ο Μολίνα το «επίπεδο», «δυτικό» του θέμα. Στο βαθμό που το «ντουέντε» λειτουργεί στο βάθος του σκηνικού, ο Ισπανός πεζογράφος εισάγει τη θεματολογία και τη χαρακτηρολογία του αγγλοσαξωνικού «νουάρ» σε ένα πρώτο επίπεδο προκαλώντας τις οσμώσεις που χρειάζεται η ευφυής... μαγειρική του. Έτσι, το λατινικό πάθος καταγράφεται μέσα από φίλτρα μη ιθαγενών τρόπων, δυτικών καθαρά.

Η στενόχωρη πόλη της Ανδαλουσίας θυμίζει γαλλικές ή αμερικανικές γκρίζες κοινωνίες σε «ιστορίες τρόμου», όπου ο δολοφόνος είναι ένα είδος «αγγέλου»: μια αφορμή για να βγει στην επιφάνεια η φθορά και η ψυχική εξαθλίωση. Η «Πανσέληνος» είναι ένα αστυνομικό, ψυχολογικό, «μαύρο» μυθιστόρημα: κάποιος νεαρός εργάτης με σεξουαλικά προβλήματα, δολοφονεί με φρικτό τρόπο μια κοπελίτσα και αποπειράται να σκοτώσει μια δεύτερη. Μένει ασύλληπτος και η σκιά του βαραίνει πάνω στην κατατονική πόλη. Το περιβάλλον του νεαρού είναι μίζερο και ταξικά υποβαθμισμένο: ο Μολίνα καταγράφει σχεδόν υστερικά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του δολοφόνου, οι οποίες μοιάζουν να του προκαλούν τα συμπλέγματα και στην προέκταση να τον οδηγούν στις αποτρόπαιες πράξεις του.

Το πορτρέτο του νεαρού εγκληματία σχηματίζεται με ένταση μέσα από παραληρηματικές «σφήνες» στον κορμό της δράσης. Το νεορεαλιστικό του περιβάλλον ανασυντίθεται μέσα από εφιαλτικές περιγραφές εξωτερικής και εσωτερικής εξαθλίωσης. Η διαστροφή του νεαρού εργάτη είναι απότοκη, υποθέτουμε, ενός συντελεστή που έχει να κάνει, αν μη τι άλλο, με την «έλλειψη», και η «υπεραναπλήρωση» έρχεται με την επιθετικότητα απέναντι σε μια κοινωνία δήθεν νορμάλ... Αλλά μέσα σ’ αυτήν την τελευταία ζει ο επιθεωρητής και μια σειρά άνθρωποι διόλου αθώοι.

Ένας υφέρπων νατουραλισμός έρχεται να προστεθεί στην παλέτα, ενώ ο Βέργκα και ο Τζέιμς Κέιν διακρίνονται στο βάθος αυτού του «εκλεκτικού» από πλευράς επιδράσεων μυθιστορήματος.

Στην αρχή περίπου της αφήγησης αποκαλύπτεται στον αναγνώστη ο δολοφόνος, ούτως ώστε να μην τρέφονται ψευθαισθήσεις ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιο συνηθισμένο αγγλοσαξωνικό «ποιος το έκανε;». Εξάλλου το συγγραφικό σχέδιο επιβάλλει, όπως προελέχθη, η κυρίως μορφή του κακού να συγχρωτισθεί με τις εκδοχές της, που εκφράζονται άμεσα ή έμμεσα από το γενικευμένο ηθικό «σκότος» της μικρής κοινωνίας και άλλων ηρώων του έργου.

Στην αφετηρία της ιστορίας εμφανίζεται ο βασικός χαρακτήρας: ένας επιθεωρητής που έχει μετατεθεί στη μικρή πόλη από το Μπιλμπάο για να μη δολοφονηθεί από τους αυτονομιστές. Η απειλή εναντίον της ζωής του σχετίζεται με ύποπτη ανάμειξή του σε μια θολή ιστορία κατάδοσης αριστερών στους φασίστες. Η Ανδαλουσία είναι ο τόπος καταγωγής του και ο νόστος μαζί με την καταδίωξη τον βυθίζουν αποφασιστικά σε μια ιαματική παράνοια: σαν να εξομολογείται μεταθέτοντας αλλού τις ευθύνες...

Η ιδιωτική του ζωή είναι επίσης διαλυμένη: η γυναίκα του, με την οποία δεν είχε συναισθηματική επικοινωνία, βρίσκεται κλεισμένη σε σανατόριο, γεγονός που επιτείνει τη μαχητικότητά του. Όταν δεν ψάχνει για το δολοφόνο, προσέχει μήπως τον ακολουθεί κάποιος ένοπλος, εάν έχουν παγιδεύσει με εκρηκτικά το σπίτι ή το αυτοκίνητό του... Ο Μολίνα δεν τον βαπτίζει, όπως και το δολοφόνο: η ανωνυμία και των δύο, σημειολογικά, τους αναγκάζει να διασταυρωθούν αναπόφευκτα ως οντότητες. Τετριμμένο εύρημα, αλλά ο Μολίνα διαθέτει μεγάλη κινητικότητα για να σταθμεύσει σ’ αυτή την κοινοτοπία... Εξάλλου η μανιέρα του συνίσταται στο ότι δημιουργεί αφηγηματικούς ιλίγγους μέσα πό τη μανιακή ύφανση οικείων συμβόλων, μπανάλ καταστάσεων και προφανών εικόνων.

Ο επιθεωρητής, λοιπόν, μέσα από διάφορα μνημονικά δεδομένα και με τα συμφραζόμενα του παρόντος, υποτίθεται πως πλησιάζει προς την αυτογνωσία. Ένας από τους μοχλούς αυτής της διαδικασίας είναι κάποιος ριζοσπαστικός γέρος εφημέριος, παλιός δάσκαλος του επιθεωρητή στην ιερατική σχολή της πόλης. Ο παρ’ ολίγον πάστορας και νυν αστυνομικός ακούει με συμπάθεια και συγκατάβαση τα διδάγματα του εφημερίου για την ανθρώπινη φύση, ένα μίγμα μιας «αριστερής θεολογίας», στο βαθμό που αυτά θα τον βοηθήσουν να κατανοήσει τα κίνητρα του δολοφόνου... Ιχνηλατώντας πίσω από τον τελευταίο, αλλά και όταν τελικά τον συλλαμβάνει, η υπόθεση της προσωπικότητας του δολοφόνου, έχει γίνει ένα περίεργο σημείο αναφοράς που δεν ξέρει και ο ίδιος τη σημασία του. Απορρίπτει ασυζητητί τις εγκληματικές πράξεις μόνο που κι αυτός δεν είναι περισσότερο αθώος για άλλες ηθικά επιλήψιμες πράξεις, τις οποίες κάποιοι νόμοι έχουν καταδικάσει.

Προσπαθώντας να ερμηνεύσει κανείς το έργο παγιδεύεται στη φυγόκεντρο που έχει μηχανευθεί ο Μολίνα προτείνοντας μια συνεχή φαινομενικότητα: σημασιολογικά παιχνίδια και αμφισημίες, που καθιστούν περίπου γελοία την αναζήτηση κλειδιών για τα «ενδότερα»... Ένα κομβικό ερμηνευτικό σημείο θα μπορούσε να είναι ό,τι εννοεί το μότο του παρόντος σημειώματος. Όμως και αυτό δεν είναι σίγουρο, αφού οι ...αντικατοπτρισμοί των νοημάτων είναι πολλοί και μπερδεύουν. Ο Μολίνα από την πλευρά του ως ευφυής μπεστ σελερίστας κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα.

Αντιλαμβάνεσαι πίσω από τη μέριμνά του να υπονομεύσει το είδος του ψυχολογικού αστυνομικού μυθιστορήματος, μια πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν πρώτης και δεύτερης κατηγορίας λογοτεχνία ή και το αντίθετο: ότι κάθε «σοβαρή» γραφή είναι μοιραίο να καταλήγει στην αγκαλιά του «είδους»... Τι άλλο μπορεί να σημαίνει το λαβ στόρι που επινοεί ανάμεσα στη δασκάλα της μικρής δολοφονημένης και στον επιθεωρητή;

Ειδικώτερα: η Σουζάνα Γκρέι έχει και αυτή τραυματικό παρελθόν, είναι χωρισμένη από έναν άντρα που δεν αγαπούσε και την έχει εγκαταλείψει ακολουθώντας την καλύτερη φίλη της, σύζυγο του ιατροδικαστή Φερέρας, ενός ήρωα-σχολιαστή των τεκταινομένων στη δράση. Κοντά στη Γκρέι, ο επιθεωρητής θα καταφύσει στο φινάλε, αφού πρώτα εκείνη τον σώζει από τον υποψήφιο δολοφόνο του.

Ο Μολίνα επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση επεξεργασμένη με μεγάλη μαεστρία: με εκτενείς φράσεις χωρίς στίξη, με αιφνιδιαστικούς συνειρμούς φθάνει σε εξαιρετικό βάθος στην ανάπλαση ψυχισμών και συμπεριφορών. Πολλές φορές οι κεραίες του συλλαμβάνουν σκιρτήματα, το ελάχιστο μιας στροφής της σκέψης, ψιθύρους και σκιές μέσα σε μια υπνωτιστική ροϊκότητα... Δίπλα σε κλισέ φράσεις του τύπου «τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής», θαυμάζουμε άλλες όπως «η σεμνή λαγνεία της μυρωδιάς της γόμας»: όμως τα πάντα βοηθούν τον ταχυδακτυλουργό Μολίνα να επιτυγχάνει την υπέρβαση.

Στο γωνιώδη κόσμο του Μολίνα, η πανσέληνος πολλαπλασιάζει τις σκιές...

Tuesday, August 22, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα III: Αγγλική παράδοση και εξέλιξη


ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ

Φτάνοντας στο τέλος του αιώνα, η σκηνή του αγγλικού αστυνομικού μυθιστορήματος παραμένει αποσπασματική, αλλά γεμάτη διαφορετικές τάσεις, η καθεμία από τις οποίες αντικατοπτρίζει μέρος της παλαιάς δόξας και συγχρόνως τα σπέρματα μιας εκπληκτικής ανανέωσης του είδους.

Η κυρίαρχη τάση είναι το παραδοσιακό χαμηλών τόνων αστυνομικό μυστήριο. Τα εγγόνια του Σέρλοκ Χολμς, της Αγκάθα Κρίστι και πολλοί άλλοι εκπρόσωποι της Χρυσής Εποχής εξακολουθούν να αναρωτιούνται με βρετανικό φλέγμα «ποιός είναι ο δολοφόνος», παίζοντας το παιχνίδι σύμφωνα με τους κλασικούς κανόνες.

Πολλοί προσπαθούν να εκσυγχρονίσουν το είδος, προσθέτοντας κάποια δόση ρεαλισμού στο αφήγημά τους, ωστόσο δεν το κάνουν με την καρδιά τους. Θα προτιμούσαν η πλοκή της ιστορίας του να διεξαγόταν στην Αγγλία της δεκαετίας του ‘30, την εποχή όπου οι πολλές ερωτήσεις πάνω στη σεξουαλική ζωή και άλλα σύγχρονα διλήμματα δεν επιτρέπονταν.

Μια εποχή όπου η εργατική τάξη δεν υπήρχε -εκτός αν χρειαζόταν ο συγγραφέας κάποιο γραφικό πρόσωπο για τις ανάγκες του έργου του-, όπου το καλό και το κακό ήταν δύο ξεχωριστά πράγματα, χωρίς καμία ενδιάμεση απόχρωση που θα μπορούσε να ρίξει κάποια σκιά αβεβαιότητας.

Ωστόσο, αυτή η μορφή του παλαιομοδίτικου βρετανικού αστυνομικού μυθιστορήματος αποκτά σήμερα οπαδούς μεταξύ των συγγραφέων αστυνομικών από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, οι οποίοι τοποθετούν την πλοκή των μυθιστορημάτων τους στην Αγγλία, όπως η Elisabeth George, η Martha Grimes, η Deborah Gronbie, μεταξύ των πιο γνωστών.

Από την εποχή του «Ονόματος του Ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο, το διήγημα ιστορικού μυστηρίου γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, προοθώντας την Ellis Peters στην κορυφή των μπεστ σέλερ και την οποία ακολούθησε πληθώρα συγγραφέων που εξερευνούσαν όλες τις ιστορικές εποχές, από την Αίγυπτο των Φαραώ ως τη βικτωριανή εποχή.

Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη τάση στο χώρο του λογοτεχνικού εγκλήματος στην Αγγλία, που εκφράζεται από μια ομάδα συγγραφέων, οι οποίοι εμπνευσμένοι από την Πατρίτσια Χάισμιθ και την παραδοσιακή ηθογραφία αντιμετωπίζουν με σθένος θέματα σεξουαλικής ταυτότητας, ανθρώπινων συγκινήσεων και απελπισμένων ψυχισμών. Φυσικά, πρώτη και καλύτερη στο είδος αυτό είναι η Ρουθ Ρέντελ (και πολύ περισσότερο όταν γράφει με το ψευδώνυμο Barbara Vine), αλλά και άλλες νέες φωνές, Minette Walters, Frances Fyfield, Janet Neel, Susan Moody...

Ξεχωριστή θέση στο αγγλικό αστυνομικό μυθιστόρημα κατέχει ο Robin Cook που δίνει μέσα από τα βιβλία του μια πένθιμη αλλά ρεαλιστική εικόνα της Αγγλίας και των Αγγλων.

Monday, August 21, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα II: Το Αμερικανικό, με σπεσιαλιτέ τους μανιακούς δολοφόνους


Το αμερικανικό αστυνομικό δεν έπαψε ποτέ να αντανακλά, σαν καθρέπτης και συχνά σαν μεγεθυντικός φακός, το άγχος μιας κοινωνίας που ψάχνει την ιστορία της, τα προσωπικά και συλλογικά προβλήματά της.

Οι δεκαετίες του ‘50, του ’60, ακόμη και του ‘70 υπήρξαν αυθεντικά δημιουργικές, σε πολλούς τομείς της τέχνης και της έρευνας. Αντίθετα, στη δεκαετία του ‘80 παρατηρήθηκε μια κάμψη, με εξαίρεση τη λογοτεχνία που, όχι μόνο διατήρησε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, αλλά ανοίχτηκε ακόμη περισσότερο.

Το ίδιο συνέβη και με το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο παρακάμπτοντας πια τη σύγχρονη Καλιφόρνια, ανακαλύπτει τη Φλόριδα, τη Λουιζιάνα, την Αριζόνα, ακόμη και τη Μοντάνα μέσα από τις ιστορίες των Hugo MacGuane, Harrison, Burke, Hiassen κ.ά.

Αν ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Melvin Kaminsky, αναπολούν τον παλιό καλό καιρό και τη χλιδή του Χόλυγουντ, άλλοι στρέφονται στο παρελθόν μόνο και μόνο για να ξορκίσουν τους δικούς τους δαίμονες.

Ο James Ellroy καλεί στο δικαστήριο της ιστορίας ιερά τέρατα όπως τον Χούβερ, τον Χιουτζ ή τον Τζον Κένεντι, αφήνοντας κατά μέρος τη «δυστυχή ηλίθια», τη Μέριλιν, ανασυνθέτει την ατμόσφαιρα των στούντιο και ανατρέχει στην εποχή των μεγάλων συνδικαλιστικών και πολιτικοαστυνομικών αγώνων της δεκαετίας του ‘50, μέσα από τα πολύ επιτυχημένα βιβλία του.

Ωστόσο, η ιστορία δε σταμάτησε στο Ντάλας, αλλά ούτε και η αύξηση της εγκληματικότητας. Σύμφωνα με τον «Ατλαντα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής», από το 1973 ως το 1993, ο αριθμός των φυλακισμένων αυξήθηκε κατά 258%, τα πλημμελήματα που καταγγέλθηκαν στην αστυνομία κατά 42% και τα εγκλήματα κατά 82%.

Να προσθέσουμε, επίσης, πως το 47% των δολοφονιών έγιναν από μέλη της οικογένειας του θύματος ή από το περιβάλλον του. Στο 70% των δολοφονιών χρησιμοποιήθηκε περίστροφο.

Η εξήγηση για την αύξηση της βίας είναι κυρίως η φτώχεια, η κοινωνική αποσύνθεση και το χαμηλό πολιτισμικό επίπεδο.

Η Αμερική βυθίζεται στην ανασφάλειά της που συχνά μετατρέπεται σε ψύχωση, κυρίως στη μεσαία τάξη των λευκών και την εύπορη μπουρζουαζία των μαύρων. Αλλά στο τέλος συνηθίζουμε τα πάντα: τις συμμορίες των πιτσιρικάδων που πουλούν ναρκωτικά, τους Κολομβιανούς ντήλερς που σφάζονται μεταξύ τους, τους φόνους για μερικά δολάρια.

Από την άλλη, τα ΜΜΕ μετατρέπουν την εγκληματική δραστηριότητα των δρόμων σε τηλεοπτικά σόου, και παρακολουθούν με τις κάμερες από τα ελικόπτερα το κυνήγι των εγκληματιών από τους αστυνομικούς, όταν δεν περιγράφουν «σε απευθείας σύνδεση» ακόμη και φόνους. Η πραγματικότητα γίνεται ένα αληθινό και σκληρό αστυνομικό που ξεπερνάει και το πιο αιματηρό σενάριο τηλεοπτικής σειράς.

Ευτυχώς, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 εμφανίζεται μια πολύ αμερικανική σπεσιαλιτέ, ο μανιακός δολοφόνος. Βέβαια, υπήρχε από παλιά, αλλά τώρα ο ρόλος του παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Κάθε συγγραφέας θέλει να καταρρίψει το ρεκόρ του άλλου σε αυτή την κατηγορία. Ο Thomas Harris, o James Ellroy εμπνέονται από πραγματικούς ψυχοπαθείς για να δημιουργήσουν μυθικούς και ιδιαίτερα αποτελεσματικούς σχιζοφρενείς δολοφόνους, «ήρωες» των βιβλίων τους, όπως ο δόκτορας Λέκτερ. Αλλοι πάλι, υπερθεματίζουν στον τρόμο και το φόβο, και συχνά βλέπουν με συμπάθεια τους ήρωές τους. Η τάση αυτή επικράτησε και στον κινηματογράφο και έδωσε ταινίες όπως η «Σιωπή των Αμνών», «Γεννημένοι δολοφόνοι» και το «Σέβεν».

Σε αυτό το νέο είδος δολοφόνων, αντιπαρατάχθηκαν οι νέου είδους αστυνομικοί με την εξεζητημένη εξάρτηση και τις ιδιαίτερες γνώσεις, κυρίως στην πληροφορική, για να αντιμετωπίσουν την ευφυή εγκληματικότητα.

Ωστόσο, το πιο ευφυές είναι η δημιουργία γυναικείων προσώπων στο ρόλο του ντετέκτιβ και πρόδρομος του είδους υπήρξε ο μεγάλος Joseph Wambaugh. Ετσι γεννήθηκαν γυναίκες σωματοφύλακες, πρωταθλήτριες του καράτε, λεσβίες ιδιωτικές ντετέκτιβ, αστυνομικίνες που ανήκουν στο φεμινιστικό κίνημα, ενώ πολλές από αυτές δημιουργήθηκαν από γυναίκες συγγραφείς.

΄Ενα από τα πλέον διάσημα συγγραφικά δίδυμα στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας των ΗΠΑ, αλλά και του κόσμου, υπήρξαν δύο εξάδελφοι, ο Φρέντερικ Ντάνεϊ και ο Μάνφρεντ Μπ. Λι , οι οποίοι, υπό το όνομα Έλερι Κουήν, έγραψαν ένα μεγάλο αριθμό περιπετειών του επιθεωρητή Έλερι Κουήν, με πρώτο στη σειρά το μυθιστόρημα «The roman hat mystery» (1929) -τέταρτο ήταν το «The greek coffin mystery» που εκδόθηκε εδώ από τον Απόστολο Μαγγανάρη, τον ιδρυτή της «Μάσκας», με τίτλο «Το φέρετρο με τον Έλληνα».

Sunday, August 20, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα I: Η αλήθεια σαν καύσιμο για τη φαντασία


Το κείμενο που θα ακολουθήσει σε συνέχειες συγκεντρώθηκε πριν από μια δεκαετία, περίπου, από τη γράφουσα. Οι πηγές πολλές: αφιερώματα λογοτεχνικών σελίδων εφημερίδων, περιοδικά για το βιβλίο, κριτικές κ.λ.π. Δείτε το σαν μια εισαγωγή στην αστυνομική λογοτεχνία για τον αμύητο. Πάμε λοιπόν!
-----------------------------------------

Καλοκαίρι χωρίς αστυνομικό δεν νοείται, καθώς μυστήριο και ίντριγκα είναι ο απαραίτητος εξοπλισμός και εξασφαλισμένη καλή παρέα για τις διακοπές. Η παραπάνω γενική παραδοχή, ωστόσο, περιορίζοντας σε μια συγκεκριμένη εποχή την ανάγνωση του «μαύρου» μυθιστορήματος, αδικεί ένα λογοτεχνικό είδος, που τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική καταγραφή μιας εποχής σε κρίση, εδώ και καιρό.

Στην Αμερική καταγράφεται, μέσα από τις σελίδες των αστυνομικών, το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την ανεύρεση μιας ταυτότητας του σύγχρονου Αμερικανού και της ιστορίας του. Στην Αγγλία, η αναζήτηση ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο -αλλά και στην Ισπανία- η μεταβατική περίοδος από τη δικτατορία στη δημοκρατία.

Στο τελευταίο τεύχος του «Magazine Litteraire», σε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο αστυνομικό μυθιστόρημα, αναλύονται οι τελευταίες τάσεις και η εξέλιξη του είδους. Ο Μορίς Νταντέκ, ένας από τους πολλά υποσχόμενους, νέους γάλλους συγγραφείς αστυνομικών, μας εισάγει στο θέμα.

«Σκοπός του αστυνομικού μυθιστορήματος όσο και των άλλων δύο συγγενικών του ειδών, της επιστημονικής φαντασίας και του διηγήματος του δρόμου, είναι να προκαλέσει ένα ασταθές κλίμα, μια βαθιά διαταραχή της σχέσης μας με την πραγματικότητα. Να δημιουργήσει μια διαρκή «αμηχανία» και επομένως την επιθυμία -όχι της ανατροπής της τάξης του κόσμου και την αντικατάστασή της από μια άλλη, αλλά την όσο πιο έντονη μεταβολή της αντίληψης που έχουμε για αυτόν.

Τα τρία αυτά λογοτεχνικά είδη απαντούν στην επιθυμία μας να καταργήσουμε τις ρουτινιάρικες αντιλήψεις που έχουμε σχηματίσει για τα πράγματα, αντιλήψεις που παγιδεύουν τις αισθήσεις σε σχέσεις εκχυδαϊσμένες και αποσπασματικές.

Η νομαδική λογοτεχνία, όπως το αστυνομικό και η επιστημονική φαντασία, δεν έχει καμία σχέση με μια οποιαδήποτε λογοτεχνία απόδρασης, λέξη που ταυτίζεται με την έννοια της «διασκέδασης». Αν υπάρχει κάποια απόδραση, είναι η επιθυμία εκείνων που θέλουν να ξεφύγουν από τις φυλακές της σκέψης. Είτε πρόκειται για κείμενα του Στήβενσον είτε του Εντγκαρ Αλαν Πόε, του Λόβκραφτ, του Κόνραντ, του Τσάτγουιν, του Τσάντλερ, του Ελρόι ή του Φίλιπ Κ. Ντικ, η αλήθεια μέσα σε αυτά δεν είναι ακριβώς αυτή που νομίζουμε, αυτή που υποτίθεται πως πρέπει να είναι.

Αυτό που ενώνει τα τρία είδη, σαν ένας κοινός γενετικός κώδικας, είναι η μεταχείριση της αλήθειας σαν καύσιμο για την επεξεργασία της φαντασίας, σαν βάση στην υπηρεσία της αφηγηματικής εποποιίας, η οποία περιλαμβάνει συνήθως ικανές γνώσεις θεωρητικές και πρακτικές του χώρου όπου εγγράφεται η αφήγηση, είτε πρόκειται για θέματα εγκληματικής παθολογίας είτε για θέματα εθνολογίας, χημικών ψυχοτρόπων, τεχνητής νοημοσύνης ή για το ψάρεμα πέστροφας στη Μοντάνα. Ωστόσο, αυτό το «λογοτεχνικό ταξίδι» δεν προσφέρει κανένα ενδιαφέρον αν δεν καταφέρει να ανταποκριθεί στην τελεολογία της αστυνομικής μυθοπλασίας, δηλαδή αν δε χρησιμοποιήσει το πραγματικό για να φτάσει πιο μακριά, να αποκαλύψει, ένα μέρος έστω, της φύσης της πραγματικότητας που μας περιβάλλει σα σκοτεινό, απύθμενο πηγάδι, είτε πρόκειται για ζούγκλα του Ανω Μεκόγκ είτε για τα υψίπεδα των Ναβάχος στην Αριζόνα, τους υπονόμους της Νέας Υόρκης ή του Λος Αντζελες, ή το ατέλειωτο ψύχος του Διαστήματος.

Αυτό που συνδέει τον Κόνραντ με τον Ντικ και τον Τσάντλερ είναι αυτό που υπάρχει στην καρδιά του ερέβους, δηλαδή εκείνο το κομμάτι καθαρής αλήθειας που υπερβαίνει την ύπαρξή μας, την εικόνα του θανάτου μας και της μεταμόρφωσής μας μέσω της μυθοπλασίας.

Ο στόχος της μυθοπλασίας δεν είναι να ξαναγράψει τον κόσμο με ηθικές, πολιτικές ή αισθητικές αρχές, ώστε να του προσδώσει κάποια «κοινωνική διάσταση», «ιδεολογικό περιεχόμενο», «τοπικό χρώμα», «ψυχολογική αλήθεια», διότι έτσι θα προσέθετε κόλπα και ψέματα λίγο ή πολύ ηθελημένα που θα θάμπωναν αυτή την πραγματικότητα. Κάθε μύθος πρέπει να μας κάνει να διασχίζουμε τη μεμβράνη του πραγματικού, μέχρι να φτάσουμε σε οριακές καταστάσεις, όπου η ζωή και ο θάνατος, το πάνω και το κάτω, το καλό και το κακό, το όνειρο και η πραγματικότητα συνυπάρχουν και συγχέονται, όπως έλεγε ο Αντρέ Μπρετόν.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει σχέση με το χάος, τα όνειρα, τον έρωτα, το χρήμα, την εξουσία, το έγκλημα και τη διαφθορά. Δε μας καθησυχάζει κατασκευάζοντας στα μέτρα μας έναν κόσμο όπου το έγκλημα δε «φτουράει», όπου η όμορφη κληρονόμος είναι αθώα σαν περιστέρα ακόμη και αν έχει στόμα σκρόφας, όπου ο μπάτσος είναι συμπαθητικός, ακόμη και αν είναι πρώην τροτσκιστής. Είναι εκεί για να μας πει πως το έγκλημα είναι η βάση της λειτουργίας της ανθρώπινης κοινωνίας, πως το έγκλημα είναι το απαραίτητο τσιμέντο που συνδέει τις ανθρώπινες κοινωνίες και πως με αυτό πρέπει να αναμετρηθούμε στις μεγαλουπόλεις, την εποχή της βιομηχανικής κοινωνίας».

Saturday, August 19, 2006

Αρχίζουμε νύχτα Αυγουστιάτικη με ζέστη...


Αυτό είναι που λέει, μάλλον, ο λαός: "και πού να σφίξουν οι ζέστες...".

Οι ζέστες, λοιπόν, έσφιξαν και ξεκινάμε καινούργιο μπλογκάκι. Εδώ θα γράφουμε για εγκλήματα που συγκλόνισαν τον κόσμο. Όχι πολιτικά ή στρατιωτικά, αλλά κοινά εγκλήματα. Από αυτά με δολοφόνους, θύματα, αίμα, δηλητήρια, στιλέτα και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας.

Είναι γνωστό ότι μας αρέσουν τα αστυνομικά, δεν κρύβουμε την αγάπη μας για το νουάρ γενικώς, οπότε εδώ θα αφήνουμε ελεύθερα τα ποταπά ένστικτά μας και θα χορταίνουμε τη δίψα μας για αίμα! (μα τι λέω????)

Τέλος πάντων... Αυτό θα είναι ένα μπλογκ για θύτες και θύματα, για πραγματικά εγκλήματα αλλά και για αστυνομική λογοτεχνία. 'Οσοι πιστοί προσέλθετε!