Friday, August 25, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα VΙ: Γαλλία, το χρώμα του αίματος


1. Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ

Ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (1942-1995), ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του «Neo-polar», του νέου γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, ο γεννημένος στη Μασσαλία συγγραφέας που εισήγαγε στην πλοκή των έργων του τους προβληματισμούς της εξέγερσης του Μάη του ’68, αφού εξέδωσε το 1981 την «Πρηνή θέση του σκοπευτή» σταμάτησε να γράφει (άφησε ατελείωτη την «Πριγκίπισσα του αίματος» που κυκλοφόρησε στη Γαλλία μεταθανατίως).

Απολύτως πολιτικό ον, με δράση σε ποικίλους κοινωνικούς χώρους, χαρακτηριζόταν από αναχομαρξιστικές αντιλήψεις. Στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας τάχθηκε υπέρ του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, αργότερα εντάχθηκε στην ακροαριστερή οργάνωση «Κομμουνιστικός Δρόμος»-αποχώρησε από αυτήν λόγω της απέχθειάς του προς τις γραφειοκρατικές μεθόδους της- και τέλος υιοθέτησε οριστικά τις θέσεις του Καταστατικού Κινήματος του Γκυ Ντεμπόρ.

Εκτός από τις εμφανείς λογοτεχνικές επιδράσεις των Σελίν, Μαλρό, Φλομπέρ, Όργουελ, Ντος Πάσος, Χάμετ και Τσάντλερ, το έργο του επηρεάστηκε από τις πολιτικές απόψεις του Τρότσκι. Υπήρξε η μοναδική συνεπής προσπάθεια γραφής στη γαλλική αστυνομική λογοτεχνία, αφού κατόρθωσε να συνδέσει τις κοινωνικοπολιτικές επισημάνσεις με το επεξεργασμένο ύφος και την κινηματογραφική αφηγηματική γλώσσα. Ο πλούτος των γνώσεών του και το εύρος των ενδιαφερόντων του (ιστορία της αμερικανικής κοινωνίας, μαρξισμός, αμερικανική λογοτεχνία, επιστημονική φαντασία, αμερικανικός κινηματογράφος, κόμικς, τζαζ, ροκ κ.λ.π.), του έδωσαν τη δυνατότητα να μπολιάσει τα μυθιστορήματά του με ένα σωρό ετερόκλητα στοιχεία.

Η «Πρηνής θέση του σκοπευτή» είναι η ιστορία ενός επαγγελματία δολοφόνου, του 28χρονου Μαρτίν Τεριέ, ατόμου συγκροτημένου που διαβάζει επιστημονική φαντασία, ακούει Μαρία Κάλλας και βλέπει αγγλικές κωμωδίες. Ωραίος, δυναμικός, θαρραλέος, ο Τεριέ σκοτώνει εν ψυχρώ άγνωστους στον ίδιο ανθρώπους κατ’ εντολήν μιας αόρατης «εταιρίας» την οποία διευθύνει ο μυστηριώδης κύριος Κοξ, αμερικανικής υπηκοότητας. Παιδί διαλυμένης οικογένειας, μεγαλωμένος από τον πατέρα του, ρακοσυλλέκτη και πότη -η μητέρα τους εγκατέλειψε ακολουθώντας ένα φορτηγατζή-, καθόλου υπερήφανος για την ταξική του καταγωγή, από μικρός έβαλε στόχο την έξοδό του από τη φτώχεια. Φιλοδοξεί να ανελιχθεί κοινωνικά και να παντρευτεί την ωραία Ανν, κόρη καλής οικογενείας, η οποία του υπόσχεται να τον περιμένει δέκα χρόνια -ως άλλη Πηνελόπη- όταν επιστρέψει πλούσιος. Για χάρη της, για τα όμορφα μάτια της, φεύγει στα 18 του στην Αφρική, όπου μάχεται μαζί με άλλους λευκούς μισθοφόρους στο πλευρό ντόπιων φυλάρχων που θέλουν να βάλουν φραγμό στη κομμουνιστική διείσδυση στη Μαύρη Ήπειρο. Δεινός σκοπευτής, ψύχραιμος και αποφασιστικός, κάνει άριστη εντύπωση στους ειδικούς και στρατολογείται με πλήρη απασχόληση ως πληρωμένος δολοφόνος.

Είναι εμφανής η πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει για διεθνή πολιτική -όλα του τα βιβλία έχουν πολιτικό υπόβαθρο, συχνά Δε βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα- και ιδιαίτερα να θίξει το φαινόμενο των μισθοφόρων που κατέκλυσαν την Αφρική τη δεκαετία του ’60, πολεμώντας για τους Γάλλους και τους Βέλγους, σε μια εποχή όπου τρίζανε τα θεμέλια της αποικιοκρατίας. Η στρατολόγηση τυχοδιωκτών προερχομένων από τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις, πρόθυμων να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους και να τη θυσιάσουν στο βωμό του εύκολου κέρδους, είναι μια ακόμη πτυχή του φαινομένου που τον προβληματίζει.

Η αντίστροφη μέτρηση για τον Μαρτίν Τεριέ αρχίζει από τη στιγμή που δηλώνει στον κ. Κοξ ότι επιθυμεί να εγκαταλείψει το «επάγγελμα» και να αρχίσει μια καινούργια ζωή. Επιστρέφοντας στη Γαλλία μετά από μια «αποστολή» στη Βρετανία, γεμάτος λεφτά και όνειρα, βρίσκει την Άνν παντρεμένη. Κατά δήλωσή της, δεν είναι πια «ένα αθώο και φρόνιμο κορίτσι από πορσελάνη», έχει αισθήσεις και ανάγκες του κορμιού που πρέπει να ικανοποιηθούν. Ο Τεριέ δεν πτοείται, έτσι κι αλλιώς έχει μάθει να παίρνει με το σπαθί του ό,τι επιθυμεί. Θεωρώντας ότι η γυναίκα του ανήκει -εξαιτίας της ξόδεψε τα καλύτερα χρόνια του στη ζούγκλα- τη ζητάει από τον σύζυγό της. Αν ο άνδρας της Ανν είναι εύκολος αντίπαλος, η «εταιρία» τον αντιμετωπίζει διαφορετικά: του αναθέτει μια τελευταία αποστολή, την εκτέλεση στο κέντρο του Παρισιού του σείχη Χακίμ, στελέχους του ΟΠΕΚ, προσκεκλημένου της γαλλικής κυβέρνησης. Η επιχείρηση -που σαν σχέδιο παραπέμπει στην αναλόγων συνωμοτικών δραστηριοτήτων δολοφονία του προέδρου Κένεντι στο Ντάλας του Τέξας το 1963- αποτυγχάνει, ο τεριέ όμως γίνεται ο ίδιος στόχος της αστυνομίας και της κρατικής ασφάλειας.

Στο σημείο τούτο ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ δεν σκοπεύει να γράψει μια κλασικού τύπου περιπέτεια με ήρωα έναν επαγγελματία δολοφόνο, κάτι που έκανε παλιότερα ο Γκρααμ Γκρην στο μυθιστόρημα «Ένα όπλο για πούλημα» (ΝΕΦΕΛΗ). Θέλει να αποκαλύψει τις άγνωστες δομές των μυστικών υπηρεσιών που στηρίζουν τις νόμιμες κυβερνήσεις και με μύριους τρόπους ρυθμίζουν τις τύχες των ατόμων, των λαών και των εθνών. Έχοντας στα χέρια τους έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό, αποτελούμενο από αδίστακτους ανθρώπους, ανάλγητους και σκοτεινούς, οι οποίοι διαθέτουν αφθονία πόρων και έμψυχου υλικού, παίζουν το βρώμικο παιχνίδι τους χωρίς να νοιάζονται για τις συνέπειες των πράξεών τους. Ο συγγραφέας τοποθετεί την ιστορία του στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με την παλαιστινιακή αντίσταση σε έξαρση, την κουβανική επανάσταση να γοητεύει τους ιδεαλιστές και τη Σοβιετική Ένωση να προσπαθεί να δημιουργήσει προγεφυρώματα σε πολλές περιοχές του κόσμου.

«Η πρηνής θέση του σκοπευτή», το τρίτο και καλύτερο μυθιστόρημα του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ που εκδίδεται στην Ελλάδα (τα άλλα δύο «Τι λούκι!» και «Νάδα» έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΣΤΑΧΥ), δείχνει το μεγάλο ταλέντο του, το οποίο είχε σπαταληθεί σε διάφορες απασχολήσεις, με κυριότερη εκείνη του μεταφραστή (σπούδασε αγγλική φιλολογία, χωρίς να διδάξει ποτέ). Εδώ βρίσκει οριστικά τον αποστασιοποιημένο τρόπο γραφής που αναζητούσε και φτάνει στην ωριμότητα της τέχνης του.



2. Ζαν-Πιερ Μπαστίντ

«Η παναγία των νέγρων» (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
Ο Ζαν-Πιερ Μπαστίντ μαζί με τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ έγραψαν, τα χρόνια που ακολούθησαν τα γεγονότα του Μάη του ΄68, το μυθιστόρημα «Αφήστε τα πτώματα να μαυρίσουν στον ήλιο» (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ).
Η ιστορία αρχίζει μια Παρασκευή πρωί, 16 Ιουλίου, κάπου στη Νότια Γαλλία, όταν τρεις άντρες ληστεύουν θωρακισμένο φορτηγό, συνοδευόμενο από δύο μοτοσικλετιστές, και σκοτώνουν τρία άτομα. Τελειώνει δε την επόμενη μέρα, Σάββατο απόγευμα, με την αποκατάσταση της τάξης -που διασαλεύτηκε από την εγκληματική πράξη- και την αναγκαία κάθαρση. Σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα ο αναγνώστης παρακολουθεί την ομάδα των ληστών να μεταφέρουν τη λεία τους -250 κιλά χρυσού- σε έναν εγκαταλειμμένο καταυλισμό με ένα στέισιον βάγκον. Οι τρεις γκάνγκστερ αναγκάζονται να αλλάξουν τα σχέδιά τους -αρχικά πίστεψαν ότι είχαν διαπράξει το τέλειο έγκλημα- εξαιτίας ενός απρόβλεπτου γεγονότος: δύο γυναίκες και ένα παιδί τους κάνουν οτοστόπ. Τότε δύο χωροφύλακες, ο Ρου και ο Λαμπέρ, τίθενται επί τα ίχνη τους, τους εντοπίζουν, τους πολιορκούν πεισματωδώς και τους εξωθούν σε μια μάχη μέχρι θανάτου.

Στη διάρκεια της μάχης, οι κακοποιοί, ένας αδίστακτος δικηγόρος, οι δύο γυναίκες, η πρόωρα γερασμένη ζωγράφος Λις και ο αλκοολικός συγγραφέας Μαξ Μπερνιέ, εμπλέκονται σε σχέσεις έρωτα και μίσους, αλληλεγγύης και προδοσίας, ενώ βγαίνουν στην επιφάνεια τα ανομολόγητα συναισθήματα που τους διακατέχουν και αποκαλύπτονται τα αρνητικά στοιχεία που τους χαρακτηρίζουν. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν τους ληστές απολύτως αρνητικούς, τους θεωρούν ως ενσάρκωση του κακού, αντιθέτως τους χωροφύλακες τους εμφανίζουν ως εκπροσώπους του καλού. Ειδικά ο Λαμπέρ, ένας συμπαθής υπερασπιστής του νόμου και της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, μισεί τους πλούσιους επειδή δεν είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται, σκέφτεται μάλιστα ότι «η αργία είναι μήτηρ πάσης κακίας». Κάπου στη μέση, μεταξύ καλών και κακών, στέκονται η Λις και ο Μαξ, αποτυχημένοι και κυνικοί, δύο ανθρώπινα κουρέλια, σκιές του νεανικού τους εαυτού (να συμβολίζουν άραγε την ήττα και τον εκπεσμό των πρωταγωνιστών της κοινωνικής αμφισβήτησης;).

Το μυθιστόρημα, γεμάτο αγριότητα και αίμα -μπορεί να χαρακτηρισθεί σπουδή στη βία- έχει χάπι εντ, αφού η παράβαση της νομιμότητας επανορθώνεται. Κατά κάποιο τρόπο θυμίζει τον «Κόκκινο θερισμό» του Ντάσιελ Χάμετ -του αγαπημένου συγγραφέα του Μανσέτ- όπου μια ολόκληρη πόλη, η Πόιζονβιλ, μετατρέπεται σε κόλαση και καταστρέφεται στην ανηλεή μάχη ανάμεσα στους αστυνομικούς και στους ανθρώπους του υποκόσμου. Μόνο που εδώ δεν έχουμε πόλη με χιλιάδες κατοίκους αλλά έναν ερειπωμένο συνοικισμό, μακριά από κατοικημένες περιοχές. Οι δύο αριστερών φρονημάτων συγγραφείς, σε αντίθεση με άλλα βιβλία τους, δεν εκφράζουν πολιτικές απόψεις, δεν καταγράφουν κοινωνικά φαινόμενα που άπτονται της πολιτικής -το έγκλημα βεβαίως εντάσσεται στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η κινηματογραφική αφήγηση υπηρετεί πρωτίστως τη δράση, το ίδιο και οι διάλογοι, γι΄αυτό το «Αφήστε τα πτώματα να μαυρίσουν στον ήλιο» διαβάζεται ως γκανγκστερική περιπέτεια. Ας θυμηθούμε ότι για μεν τον Μανσέτ υπήρξε η αρχή μιας επιτυχημένης συγγραφικής σταδιοδρομίας, για Δε τον Μπαστίντ ήταν ένας σταθμός στην πορεία του ως σεναριογράφου και σκηνοθέτη.

2 comments:

Anonymous said...

ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΠΟΣΤΑΡΕΙΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΜΟΥ, ΠΟΤΕ ΘΑ ΣΕ ΔΙΑΒΑΣΩ?????

Γκρουμφ! Κόλλημα κι αυτό με τους δολοφόνους!

;^p

(περί του κειμένου κουβέντα φυσικά, αφού θέλω να διαβάσω όοοοοολο το blog πρώτα...)

Anonymous said...

Δατ γουλντ μπη "γμ την τρέλα μου", ΟΚ?