Monday, December 18, 2006

Scaaaaaaaaary Christmas!!!



Το Blog "Έγκλημα και Τιμωρία" σας εύχεται ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ και θα είναι πάλι κοντά σας με νέες περιπέτειες από την καινούργια χρονιά. Εργάζεται πυρετωδώς και θα επιστρέψει πιο αιμοχαρές, αιμοδιψές και αιμοβόρο!!!

Scary Christmas and a Creepy New Year!



Thursday, December 14, 2006

Το μέντιουμ "είδε" το δολοφόνο (II)


Ο δολοφόνος συλλαμβάνεται
Τα στοιχεία που δημοσιεύονται στην εφημερίδα, κινητοποιούν τους αστυνομικούς, που δεν αργούν να φτάσουν στο δολοφόνο. Εξακριβώνεται πως το υπ’ αριθμόν V 421496 πιστόλι του φόνου προερχόταν από στρατόπεδο του 25ου Συντάγματος Πεζικού, το οποίο έδρευε στην Αγ. Παρασκευή Αττικής. Αστυνομικοί ερευνούν τα μητρώα του στρατοπέδου και παίρνουν καταθέσεις από αξιωματικούς και στρατιώτες. Όμως, σύμφωνα με το αρχείο του διαχειριστή του στρατοπέδου, το επίμαχο όπλο βρίσκεται στην θέση του! Επικρατεί σύγχυση. Η Σήμανση εξετάζει όλα τα πιστόλια «Σμιθ & Γουένσον» που είναι «χρεωμένα» στο οπλοστάσιο του Συντάγματος. Από την αναλυτική εξέταση προκύπτει ότι στο οπλοστάσιο υπάρχει πράγματι ένα πιστόλι με τον αριθμό 421496, στο οποίο ωστόσο είναι χαραγμένο το ελληνικό γράμμα «Λ», αντί του λατινικού «V». Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο έφεδρος διαχειριστής ομολογεί πως πράγματι το όπλο είχε κλαπεί πριν από μερικούς μήνες και προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες είχε αγοράσει ο ίδιος ένα ίδιου τύπου όπλο και είχε χαράξει πάνω τον σειριακό αριθμό. Μόνο, που ο οπλουργός είχε κάνει ένα μικρό λάθος, το οποίο, εντούτοις, αποτελεί την πρώτη χειροπιαστή απόδειξη της αστυνομίας, που προσανατολίζεται πλέον προς την κατεύθυνση ο δράστης να είναι στρατιώτης ή να έχει απολυθεί πρόσφατα.

Αμέσως μετά, άνδρες της αστυνομίας και της χωροφυλακής παίρνουν καταθέσεις από ανθρώπους, που συχνάζουν στο Μικρό Καβούρι ως ηδονοβλεψίες. Αυτοί αναφέρονται σ’ έναν άγνωστο άντρα, που το τελευταίο διάστημα περιφερόταν στο Μικρό Καβούρι, είχε πρόσφατα απολυθεί από το 25ο Σύνταγμα Πεζικού και είχε τα χαρακτηριστικά τα οποία είχε περιγράψει η Ελ. Κικίδου, με πιο σημαντικό την ουλή στο λαιμό. Από τη διασταύρωση των στοιχείων, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο πιθανότερος ύποπτος είναι ο 25χρονος Μιχάλης Στεφανόπουλος, ο οποίος είχε απολυθεί προ διμήνου από το εν λόγω στρατόπεδο και έχει μια έντονη ουλή στο δεξιό μέρος του λαιμού, από παλιότερη οδοντιατρική εγχείριση.

Τα ξημερώματα της 2ας Σεπτεμβρίου, τον συλλαμβάνουν στο σπίτι του επί της οδού Νικηφόρου Oυρανού 17, στην περιοχή του λόφου Λυκαβηττού. Τον μεταφέρουν στα γραφεία της Ανώτερης Διοίκησης Χωροφυλακής και τον ανακρίνουν. Αυτός αρχικά αρνείται κάθε σχέση με το έγκλημα, αλλά τα στοιχεία σε βάρος του είναι συντριπτικά, με κυριότερο πως στο όπλο του εγκλήματος βρέθηκαν τα αποτυπώματά του.


Ο Μιχάλης Στεφανόπουλος

Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Μιχ. Στεφανόπουλος «σπάει» και ομολογεί πως είναι ο δράστης της δολοφονικής επίθεσης εναντίον του Θ. Δέγλερη και της Σ. Μαναβάκη. Καθώς η ανάκριση και οι έρευνες για το παρελθόν του προχωρούν, γίνεται γνωστό πως ήταν ηδονοβλεψίας και, από την εποχή της εφηβείας του, συνήθιζε να παρακολουθεί τις ερωτικές διαχύσεις ζευγαριών σε άλση και πάρκα της Αθήνας, αλλά και σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες. Υποστηρίζει πως πυροβόλησε το θύμα, επειδή προηγουμένως είχε διαπληκτιστεί μαζί του, αλλά η Σ. Μαναβάκη τον διαψεύδει. Αργότερα, θα πει: «Δεν είμαι εγώ ο δολοφόνος. Δεν σκότωσα εγώ. Δεν θυμούμαι να σκότωσα. Το πάθος μου με τύφλωσε! Τους έβλεπα εκεί μπροστά μου να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται. Να την έχει κοντά του, πολύ κοντά του, κι εγώ έβλεπα, μόνο έβλεπα μέσα στο σκοτάδι κι άκουγα τους ψιθύρους και τους στεναγμούς τους. Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές… Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη. Έτρεξα να την βοηθήσω. Ήταν δικιά μου πια η κοπέλα. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις; Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα… Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει… Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα…» (δηλώσεις του Μιχ. Στεφανόπουλου προς τους δημοσιογράφους στις 2/9/1953).

Η είδηση της σύλληψης του Μιχ. Στεφανόπουλου, στα πρωτοσέλιδα ρεπορτάζ
των εφημερίδων «Ελευθερία» και «Εμπρός», στις 3 Σεπτεμβρίου 1953

Ο συνήγορος υπεράσπισης του Μιχ. Στεφανόπουλου, Δημήτρης Πουλέας θα πει σχεδόν μισό αιώνα αργότερα πως «το έγκλημά του είχε παρορμητικό χαρακτήρα, χωρίς κίνητρο και σκοπό, ενώ ο δράστης είχε και μειωμένο καταλογισμό» και θα συμπληρώσει ότι ο Μιχ. Στεφανόπουλος «δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί έκανε το έγκλημά του και πιστεύω πως ήταν ειλικρινής». Επιχειρώντας να σκιαγραφήσει την προσωπικότητά του θα τονίσει πως «ήταν ένα ήσυχο παιδί, από μια λαϊκή οικογένεια. Μάλιστα, στη γειτονιά του προεβάλετο ως υπόδειγμα προς μίμηση. (…) Είχε μια πάθηση που ονομάζεται υποσπονδείαση, δηλαδή είχε την ουρήθρα στην ρίζα του πέους, που τον ανάγκαζε να ουρεί καθιστός. Αυτό του είχε δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα, κυρίως σεξουαλικού χαρακτήρα. Πιστεύω ότι δεν είχε σεξουαλική ζωή κι αυτό του είχε προκαλέσει αρνητική προδιάθεση. Από καιρού, είχε αναπτύξει έντονη τη ροπή του ηδονοβλεψία, αλλά ταυτόχρονα είχε και μια δειλία, κάτι που δικαιολογούσε και την οπλοφορία: είχε το όπλο μαζί του για να αισθάνεται πιο δυνατός, σε περίπτωση που κάποιος του επιτίθετο. (…) Κατά την κρίση μου ήταν ένα ψυχοπαθητικό άτομο, αλλά όχι ψυχασθενής. (…) Οι γονείς του και τα αδέλφια του αισθάνθηκαν μεγάλη έκπληξη και οδύνη από το γεγονός, όπως είναι φυσικό. Μέχρι τη στιγμή της σύλληψης, δεν είχαν ιδέα για το τι συνέβαινε».

Ο Μιχ. Στεφανόπουλος οδηγείται στο σημείο της δολοφονίας
του Θ. Δέγλερη, στο Μικρό Καβούρι, για την αναπαράσταση

Λίγες μέρες μετά, θα εξακριβωθεί πως ο Μιχ. Στεφανόπουλος ήταν ο δράστης και της επίθεσης εναντίον του ζεύγους Μιχ. Καλλίτση και Ελ. Καπρή. Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Βραδυνή» (5/9/1953) «ο Στεφανόπουλος υποβληθείς εις εξονυχιστικήν ανάκρισιν ηναγκάσθη να ομολογήση χθες την πρωίαν την δολοφονικήν απόπειραν κατά του ζεύγους Καλλίτση – Καπρή, αφηγήθη (…) ότι όταν αντελήφθη στην Βουλιαγμένη ξαπλωμένους τον Καλίτση και την φίλην του, έρριψε την χειροβομβίδα του. Τα θύματά του ετρομοκρατήθησαν τότε και το έβαλαν στα πόδια. Τότε αυτός ήρπασε τα παπούτσια του Καλίτση και έφυγε. (…) Απεκαλύφθη ότι η χειροβομβίς, την οποία εχρησιμοποίησεν ο κακούργος (…) πρόκειται περί ενός αυτοσχεδίου εκρηκτικού μηχανισμού, τον οποίον επενόησε ο ίδιος. Εννοείται ότι αυτή η ψευτοχειροβομβίς ήτο αρκετά επικίνδυνος (…). Αυτό άλλως τε απεδείχθη από την απόπειραν (…) κατά την οποία ετραυματίσθη σοβαρώτατα η Ελισάβετ Καπρή, που εδέχθη τρία θραύσματα εις τον λαιμόν και επάλαισεν ένα μήνα με τον θάνατον. (…)»

Αντιθέτως, δεν προκύπτει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο σχετικά με το θάνατο του Φ. Προβελέγγιου.

Η δίκη και η εκτέλεση
Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο Αθηνών από τις 2-10 Μαρτίου 1954. Το κατηγορητήριο περιλάμβανε τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση του Θ. Δέγλερη, της απόπειρας ανθρωποκτονίας εναντίον της Σ. Μαναβάκη, του Μιχ. Καλλίτση και της Ελ. Καπρή, όπως επίσης την παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και κατοχή όπλου και κλοπές.

Ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας ήταν τα τρία θύματα του Μιχ. Στεφανόπουλου, τα οποία εξιστόρησαν τις συνθήκες υπό τις οποίες δέχτηκαν την επίθεση του δράστη. Ακόμα, κατέθεσαν μάρτυρες, που βρίσκονταν το βράδυ της 5ης Αυγούστου στο Μικρό Καβούρι και αντιλήφθηκαν το περιστατικό, καταστηματάρχες της περιοχής, οι οποίοι μάλιστα διαμαρτυρήθηκαν διότι μετά τα γεγονότα και τη δημοσιότητα που πήραν, είχαν χάσει όλη την πελατεία τους, καθώς και οι αξιωματικοί που είχαν αναλάβει τις έρευνες και την προανάκριση. Σύμφωνα με τους τελευταίους, ο δράστης ήταν «κοινός εγκληματίας» και η πράξη του «ιδιαζόντως ειδεχθής», ενώ «αντικειμενικός του σκοπός ήτο η διάπραξις ληστειών δια φόνων» (εφημερίδα «Η Καθημερινή» - 5/3/1954).

Δύο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα του Μιχ. Στεφανόπουλου, κατά τη διάρκεια
της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθήνας

Ο ψυχίατρος Κων. Μιταυτσής, που είχε εξετάσει τον Μιχ. Στεφανόπουλο επί ένα 20ήμερο κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος «1) δεν κατείχετο κατά την διάπραξιν των αδικημάτων υπό νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών (…), 2) δεν κατείχετο υπό διαταράξεως της συνειδήσεως ώστε να στερήται της ικανότητος όπως αντιληφθή το άδικον των πράξεών του και να ενεργήση συμφώνως περί την αντίληψίν του (…), 3) αποδεικνύεται (…) άτομον ψυχασθενικόν με σεξουαλικήν μειονεξίαν» αλλά «είναι πλήρως καταλογιστός και έχει ακεραίαν ποινικήν ευθύνην».

Ο ίδιος ο Μιχ. Στεφανόπουλος, απολογούμενος, μίλησε για τα παιδικά του χρόνια και «τους άθλιους όρους υπό τους οποίους έζη η οικογένειά του», ενώ τόνισε πως «οι γονείς του δεν του έδωσαν την κατάλληλον αγωγήν, διότι διαρκώς διεπληκτίζοντο και κατόπιν εχώρισαν». Κατόπιν, περιέγραψε τις επιθέσεις του, ενώ για τη δολοφονία του Θ. Δέγλερη δήλωσε πως, εκείνη τη στιγμή, αγνοούσε ότι ήταν νεκρός. Ο εισαγγελέας, στην αγόρευσή του, ζήτησε την επιβολή της θανατικής ποινής για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, χωρίς κανέναν ελαφρυντικό, ενώ οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν πως ο πελάτης τους «είναι ψυχασθενικόν άτομον» και επομένως «δεν έχει συναίσθησιν του μεγέθους της πράξεώς του», ενώ παράλληλα ότι η στάση των θυμάτων «ήτο τοιαύτη, ώστε να διεγείρη τον κατηγορούμενον».

Οι ένορκοι δεν πείσθηκαν από τα επιχειρήματα της υπεράσπισης και λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 10ης Μαρτίου ανακοίνωσαν την απόφασή τους, σύμφωνα με την οποία ο Μιχ. Στεφανόπουλος ήταν ένοχος, άνευ οποιουδήποτε ελαφρυντικού. Λίγα λεπτά αργότερα, το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του, με την οποία καταδίκαζε τον κατηγορούμενο στην ποινή του θανάτου για τη δολοφονία του Θ. Δέγλερη και επέβαλε κάθειρξη 24 ετών για την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των Σ. Μαναβάκη, Μιχ. Καλλίτση και Ελ. Καπρή, τις κλοπές και την οπλοκατοχή και οπλοχρησία.

Αστυφύλακες περνούν τις χειροπέδες στον
Μιχ. Στεφανόπουλο, μετά την ανακοίνωση της ποινής


«Κατά τη διάρκεια της δίκης υπήρχε παροξυσμός ενδιαφέροντος από την κοινή γνώμη» αφηγείται ο ένας εκ των συνηγόρων Δ. Πουλέας «κάτι που είχε προκαλέσει ο Τύπος, όσο και το γεγονός πως ο δράστης είχε αργήσει να συλληφθεί κι αυτό είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο ενδιαφέρον στον κόσμο. Πιστεύω πως, σε μεγάλο βαθμό, η απόφαση των ενόρκων και του δικαστηρίου επηρεάστηκε από αυτό το κλίμα. Ο Στεφανόπουλος αντιμετώπισε ψύχραιμα την απόφαση, ενώ ήταν ψύχραιμος και εν όψει της εκτέλεσής του. Θυμάμαι πως μου είχε στείλει κάποια στιγμή και μία χειροτεχνία που είχε φτιάξει στη φυλακή».

Ακριβώς πέντε μήνες αργότερα, στις 10 Αυγούστου «εις την θέσιν ‘’Τούρλος’’ της Αιγίνης εξετελέσθησαν ο Μιχαήλ Στεφανόπουλος, γνωστός ως ‘’Δράκος της Βουλιαγμένης’’ και δύο έτεροι θανατοποινίται, οι οποίοι είχον καταδικασθή δι εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. (…) Κατά την ώραν της εκτελέσεως ο Στεφανόπουλος εζήτησε να του δέσουν τους οφθαλμούς και να του λύσουν τα χείρας (…)» (εφημερίδα «Η Απογευματινή» - 10/8/1954).

Eφημερίδα «Ακρόπολις» - 10 Αυγούστου 1954

Σαράντα έξι χρόνια αργότερα, η Ελ. Κικίδου, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη διαλεύκανση της υπόθεσης, θα σχολιάσει σχετικά: «Η εκτέλεση του Στεφανόπουλου με στεναχώρησε, με πείραξε ψυχολογικά. (…) Δεν θέλω να γίνομαι πρόξενος κακού σε κανένα. Ας το βρει από κάπου αλλού, όχι από μένα». Πράγματι, από το 1960 έπαψε να ασχολείται με υποθέσεις εγκλημάτων, γιατί όπως έχει πει η ίδια «αυτή είναι δουλειά της αστυνομίας και μόνο, άλλωστε πολλές φορές απειλήθηκε και η ίδια μου η ζωή».





ΠΗΓΕΣ
-Αρχείο εφημερίδων «Η ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ», «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» και «ΕΜΠΡΟΣ»
-περιοδικό «ΑΛΦΑ» - Δεκέμβριος 1967
-περιοδικό «Επιθεώρησις Χωροφυλακής», τεύχος 4, Απρίλιος 1970
-περιοδικό «ΚΛΙΚ» - τεύχος 5, Αύγουστος 1987
-περιοδικό «AFTER CRIME» - τεύχος 1, Φεβρουάριος 2000
-Συνεντεύξεις του γράφοντα με τους Δ. Πουλέα (στις 31/10/2000) και Ελ. Κικίδου (στις 3/11/2000)

Monday, December 11, 2006

Το μέντιουμ "είδε" το δολοφόνο (I)


Σε τρεις περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η ελληνική αστυνομία αξιοποίησε τις γνώσεις και τις ικανότητες ενός μέντιουμ ώστε να φτάσει στην εξιχνίαση εγκληματικών υποθέσεων. Η πιο γνωστή, έως σήμερα, περίπτωση αφορά στην υπόθεση του «Δράκου της Βουλιαγμένης», που το καλοκαίρι του 1953 συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Στον εντοπισμό του δράστη και την πλήρη διαλεύκανσή της, βοήθησαν καθοριστικά οι ικανότητες της Ελένης Κικίδου, ενός από τα γνωστότερα μέντιουμ εκείνη την εποχή.

Επίθεση στο Μικρό Καβούρι
Τετάρτη 5 Αυγούστου 1953. Περιοχή Μικρού Καβουριού Βουλιαγμένης. Ώρα 9 το βράδυ. Αυτή τη ζεστή καλοκαιρινή νύχτα, δεκάδες διασκορπισμένα ζευγάρια απολαμβάνουν τη θάλασσα και το ειδυλλιακό τοπίο. Μικρές βάρκες πηγαινοέρχονται στην απέναντι πλευρά του Λαιμού Βουλιαγμένης, ενώ τα κοντινά παραθαλάσσια κέντρα σφύζουν από κόσμο.

Ξαφνικά, τέσσερις πυροβολισμοί διασπούν την ησυχία και τους … χαμηλότονους ερωτικούς ψιθύρους. Η μία σφαίρα προκαλεί διαμπερές τραύμα στον κρόταφο του 35χρονου ιδιωτικού υπαλλήλου Θόδωρου Δέγλερη και τον σκοτώνει ακαριαία. Άλλες δύο τραυματίζουν στην κοιλιακή χώρα και ελαφρά στο κεφάλι την 24ρονη φίλη του Σοφία Μαναβάκη και μία αστοχεί. Η Σ. Μαναβάκη αιμορραγεί δίπλα στο νεκρό φίλο της και καλεί σε βοήθεια. Από παντού ακούγονται φωνές αγωνίας και τα άλλα ζευγάρια απομακρύνονται από την περιοχή. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα νέος άντρας εμφανίζεται από το σκοτάδι και πλησιάζει την Σ. Μαναβάκη.
«Θέλετε να σας βοηθήσω;» ρωτάει.
«Δείτε αν ζει ο αγαπημένος μου» απαντά εκείνη, γεμάτη αγωνία.
Ο νεαρός άντρας σκύβει πάνω από τον Θ. Δέγλερη και ακουμπά το αυτί στο στήθος του. Αμέσως μετά, με γρήγορες κινήσεις αφαιρεί το ρολόι του θύματος και ύστερα στρέφεται προς την Σ. Μαναβάκη, η οποία, καθώς είναι τραυματισμένη, δεν μπορεί να μετακινηθεί.
«Ζει» της λέει καθησυχαστικά. «Η καρδιά του κτυπάει».
Γύρω, ακούγονται φωνές. Πολίτες και αστυνομικοί, που έχουν ειδοποιηθεί, πλησιάζουν στο σημείο. Ο άγνωστος κοιτάζει γύρω ανήσυχα, ύστερα αρπάζει την τσάντα της γυναίκας και εξαφανίζεται. Χωρίς να το γνωρίζει, η Σ. Μαναβάκη έχει δει και συνομιλήσει με το δολοφόνο!

Αριστερά, ο Θ. Δέγλερης και δεξιά, η Σ. Μαναβάκη

Η Σ. Μαναβάκη μεταφέρεται στο νοσοκομείο, όπου διαφεύγει τον κίνδυνο, αλλά δεν μπορεί να δώσει ακριβή περιγραφή του δράστη, επικαλούμενη το σκοτάδι που επικρατούσε στην περιοχή την ώρα της δολοφονίας, αλλά και την κατάστασή της εξαιτίας του δικού της τραυματισμού. Οι αστυνομικοί ερευνούν την ευρύτερη περιοχή για πειστήρια και εξετάζουν όλες τις πιθανές εκδοχές. Οι εικασίες καλύπτουν κάθε ενδεχόμενο:

-το κίνητρο της δολοφονίας και του τραυματισμού να ήταν η ληστεία.
-ο δράστης να πρόκειται περί «διεστραμμένου παθολογικώς τύπου», δηλαδή να προέρχεται από «τους μπανιστάς, όπως λέγονται ούτοι» (εφημερίδα «Η Απογευματινή» - 10/8/1953)
-το κίνητρο να αφορούσε σε λόγους αντιζηλίας, από την πλευρά είτε κάποιου παλιού εραστή της Σ. Μαναβάκη είτε κάποιας πρώην ερωμένης του Θ. Δέγλερη. Το «σενάριο» αυτό τροφοδοτεί και η αρχική σιωπή της Σ. Μαναβάκη, καθώς και η δήλωσή της πως δεν είναι σε θέση να δώσει τα χαρακτηριστικά του δράστη, γεγονός που βάζει σε ποικίλες σκέψεις τους αστυνομικούς και δίνει χαρακτηριστικούς τίτλους στις εφημερίδες εκείνων των ημερών: «Έχει μυστικόν η Μαναβάκη;» («εφημερίδα «Η Απογευματινή» - 7/8/1953), «Η Μαναβάκη γνωρίζει αλλά δεν θέλει να αποκαλύψη τον δράστη του διπλού εγκλήματος εν Βουλιαγμένη;» (εφημερίδα «Η Καθημερινή» - 8/8/1953)

Σκίτσο της εφημερίδας «Η Απογευματινή» (7/8/1953), με την
(φανταστική) αναπαράσταση της σκηνής του εγκλήματος

Μετά τις πρώτες ημέρες και ενώ το μυστήριο γύρω από τη δολοφονία μεγαλώνει, οι εφημερίδες, που αφιερώνουν στην υπόθεση πολλές σελίδες, «βαφτίζουν» τον δράστη ως «Δράκο της Βουλιαγμένης». Την ίδια στιγμή, γίνονται προσαγωγές υπόπτων και σεσημασμένων κακοποιών, η Σ. Μαναβάκη δίνει διαδοχικές καταθέσεις και οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές προχωρούν σε αναπαράσταση του εγκλήματος ώστε να διαφωτιστούν ορισμένα σκοτεινά σημεία. Τίποτα, ωστόσο, δεν φέρνει κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Επιπλέον, από το αρχείο ανασύρονται φάκελοι παλιότερων επιθέσεων στην περιοχή. Γίνεται γνωστό ότι, λίγες ημέρες νωρίτερα (στις 30 Ιουλίου), στην ίδια περιοχή ο Μιχάλης Καλλίτσης και η Ελισάβετ Καπρή είχαν δεχθεί, από άγνωστο, επίθεση με χειροβομβίδα με αποτέλεσμα να τραυματισθούν ελαφρά. Επιπλέον, επανεξετάζεται σοβαρά η παλιότερη υπόθεση του θανάτου του 23χρονου φοιτητή Φώτη Προβελέγγιου, ο οποίος το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου του 1952 κι ενώ βρισκόταν με μία φίλη του σε ερημικό σημείο στο Μικρό Καβούρι, τραυματίστηκε θανάσιμα όταν δέχτηκε στον κρόταφο μια μεγάλη πέτρα. Τότε, είχε επικρατήσει η εκδοχή πως η πέτρα είχε αποσπαστεί από ένα βράχο της περιοχής, αλλά κάποιες μαρτυρίες έκαναν λόγο για έναν στρατιώτη, που παραφυλούσε και έσπευσε να εξαφανιστεί αμέσως μετά.

Μερικές ημέρες αργότερα, οι αστυνομικοί εντοπίζουν στην ευρύτερη περιοχή την τσάντα της Σ. Μαναβάκη, το πορτοφόλι της άδειο από χρήματα (σ.σ.: ο δράστης είχε αφαιρέσει από το εσωτερικό, περίπου 30.000 δρχ.) και τα πέδιλα του δράστη, που εγκατέλειψε διαφεύγοντας. Το σημαντικότερο, όμως, εύρημα είναι το όπλο του εγκλήματος, ένα πιστόλι «Σμιθ & Γουένσον», που βρίσκεται κρυμμένο σε απόσταση 200 μέτρων από το σημείο της δολοφονίας. Στα ευρήματα υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα, όμως ο δράστης δεν είναι σεσημασμένος!

Η σφαίρα που αστόχησε, σφηνώθηκε στον κορμό ενός δένδρου
(φωτογραφία από τα αρχεία της Σήμανσης, δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «Επιθεώρησις Χωροφυλακής», Απρίλιος 1970)


Η περιοχή ερημώνει από επισκέπτες και οι αστυνομικοί οργανώνουν αποσπάσματα για τη σύλληψη του δράστη. Συγκεχυμένες πληροφορίες φθάνουν από πολίτες που υποστηρίζουν πως είδαν το δράστη σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Ένας βοσκός, μάλιστα, θα καταγγείλει πως ο «Δράκος της Βουλιαγμένης» τον κράτησε όμηρο από το βράδυ της 14ης ως το πρωί της 15ης Αυγούστου σε ερημικό σημείο της περιοχής του Σουνίου. Επικρατεί πλήρες σκοτάδι και έντονη σύγχυση, τη στιγμή που η ανησυχία του κόσμου διαρκώς διογκώνεται.

Σαν ταινία
Σε αυτό το κλίμα, το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου, ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις» Θόδωρος Δράκος αναλαμβάνει μια ιδιόμορφη πρωτοβουλία, επιχειρώντας να βοηθήσει στην αποκάλυψη του δολοφόνου και παραλλήλως να επιτύχει ένα εντυπωσιακό ρεπορτάζ.

«Στις 2.30 μ.μ. (…) μετέβην εντελώς απρόοπτα στον αριθμόν 19 της οδού Μετσόβου και εζήτησα να ιδώ την κυρία Ελένην Κικίδου, αναγνωρισμένο μέντιουμ της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» θα γράψει ο ίδιος την επόμενη ημέρα στην «Ακρόπολη». «Εγνώριζα καλώς από σχετικές επιστημονικές μελέτες ότι υπάρχουν άτομα τα οποία έχουν το χάρισμα να ‘’βλέπουν’’ μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου και να διαβάζουν τη σκέψη του, όπως σε ένα βιβλίο. Επίσης, μπορούν να ζήσουν έντονα κάτι που έγινε και να το παραστήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Κι εγώ ήθελα να μάθω πώς ακριβώς διεπράχθη το έγκλημα, ποιος ήταν ο δράστης του, γιατί εγκλημάτισε, πώς ακολούθως διέφυγε και πού σήμερα βρίσκεται κρυμμένος και αγωνιά».

Η Ελ. Κικίδου είχε μαθητεύσει κοντά στον ψυχίατρο Άγγελο Τανάγρα, ιδρυτή της «Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» και ήταν διάσημη για τη διαισθητική της ικανότητα. Ήταν μέλος της «Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» και άλλων ομοειδών οργανώσεων του εξωτερικού.


Η Ελένη Κικίδου, σε φωτογραφία εκείνης της εποχής

Δέχεται τον Θ. Δράκο και ακούει το αίτημά του. Όμως αρχικώς αρνείται, λέγοντας ότι η αποκάλυψη του δράστη «είναι έργον των ανακριτικών αρχών. Εμάς δεν μας επιτρέπουν να μπερδευόμαστε στα πόδια τους». Αλλά ο Θ. Δράκος επιμένει, επικαλούμενος την κοινή γνώμη «που αγωνιά να μάθη και να ησυχάση. Η ελάχιστη πληροφορία θα ήταν σημαντική στο έργον της ανακρίσεως». Οι αντιρρήσεις του μέντιουμ κάμπτονται και τελικώς πείθεται να πραγματοποιήσει ένα «πείραμα διοράσεως».

Το ίδιο βράδυ κατεβαίνουν, συνοδευόμενοι από τη βοηθό της Ελ. Κικίδου, στην Βουλιαγμένη και με βάρκα περνούν, απέναντι, στο Καβούρι. Με τη βοήθεια ενός μικρού φακού, ανηφορίζουν και οι τρεις ως το σημείο της δολοφονίας. Η ώρα είναι 10 το βράδυ.

«(…) Η κυρία Κικίδου οδηγούμενη από τη διορατικότητά της, απ’ την εκπληκτική διαίσθησή της πατάει ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου. Νοιώθει έναν απερίγραπτον κλονισμόν, γέρνει πάνω στον ώμο της φίλης της. Και ξαφνικά αρχίζει να περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την σκηνήν της δολοφονίας.

‘’Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο. Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους. Έπειτα έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο πλαγίως σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης. Επάνω της ο Δέγλερης εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται. Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά. Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει (…) προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του. Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει το σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι (…). Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν. (…) Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα. Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια … Του λείπουν πολλά δόντια (…)’’» (από το ρεπορτάζ εφημερίδας της «Ακρόπολις» στις 19/8/1953).

Η Ελ. Κικίδου, τη στιγμή του «πειράματος διοράσεως» στον τόπο
του εγκλήματος, στο Μικρό Καβούρι. Δίπλα της, ο δημοσιογράφος
Θ. Δράκος (φωτοτυπία φωτογραφίας, που δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 19/8/1953)


Σύμφωνα με την ενόραση της Ελ. Κικίδου, ο δράστης «δεν ήτο αλήτης. Επρόκειτο περί ανθρώπου ικανού να αλλάζει κοστούμια (…). Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και είναι κάτω από μια πέτρα. (…) Δεν είναι μεγάλο πιστόλι (…) και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό. Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία (…). Φορεί σκούρο παντελόνι και κοντό υποκάμισο. Φορεί τώρα λινά παπούτσια. Πρώτα φορούσε πέδιλα. Καφέ πέδιλα, μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ εφθαρμένα. (…) Κανείς δεν τον υποπτεύεται. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Την νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο. Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ. Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει από τότε αναστατώσει τη ζωή. Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός. (…) Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους. (…)» (από το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ακρόπολις» στις 19/8/1953).

Το «περίφημο» πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της «Ακρόπολης» στις 19 Αυγούστου 1953


Πολλά χρόνια αργότερα, η Ελ. Κικίδου θα πει, περιγράφοντας εκείνη την εμπειρία της: «Πριν αναμειχθώ στην υπόθεση (…) δεν είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα, ούτε παρακολουθούσα ιδιαίτερα τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες. (…) Το πείραμα διήρκεσε περίπου 1-2 ώρες. (…) Όταν φτάσαμε στον τόπο του εγκλήματος, περπάτησα στα βήματα του δολοφόνου. Διότι έχει αποδειχθεί επιστημονικώς -αυτό λέγεται πείραμα ψυχομετρίας- ότι οι άνθρωποι αφήνουν την αύρα τους, μια ενέργεια, από κει που πέρασαν. Έρχεται σαν μια φωτογραφία στον εγκέφαλο. Είναι κάτι φοβερό. (…) Όλα τα έπιανα εν εγρηγόρσει, σαν ταινία. Δηλαδή, ‘‘είδα’’ όλο το έγκλημα, όπως έγινε. (…) Το καταπληκτικό ήταν ότι έκανα ακριβώς την κίνηση δείχνοντας την ουλή (…).Δηλαδή, φωτογραφία. Πόντο δεν έπεσα έξω. Είπα (σ.σ.: στον Θ. Δράκο) ‘’Έλα εδώ’’ για να μη μου φύγει η εικόνα. Λέω: ‘’Έχει μια ουλή από χαλασμένα δόντια’’. (…) Ήταν πολύ άγριο πράγμα, για μένα ήταν μια τραγωδία. Αρρώστησα ψυχικά για τρεις μήνες, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά και συναισθηματικά (…)»

Την επόμενη ημέρα, η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει το σχετικό ρεπορτάζ υπό τον εντυπωσιακό πρωτοσέλιδο τίτλο: «Το μέντιουμ Ελένη Κικίδου, χθες την 10ην νυκτερινήν εις το Μικρό Καβούρι όπου εδολοφονήθη ο Δέγλερης, απεκάλυψε τον ‘’Δράκο της Βουλιαγμένης’’» και τον επεξηγηματικό υπέρτιτλο: «Με την βοήθειαν της ‘’διοράσεως’’ προς ανακάλυψιν του δολοφόνου». Το θέμα γίνεται το βασικό θέμα συζήτησης και η κυκλοφορία της εφημερίδας εκτινάσσεται στα ύψη. Η ίδια η Ελ. Κικίδου, πέντε δεκαετίες αργότερα θα πει πως «ο Θ. Δράκος με πλησίασε ανθρώπινα και όχι για να με χρησιμοποιήσει ώστε να κάνει μια δημοσιογραφική επιτυχία, αν και οι εφημερίδες του έγιναν ανάρπαστες. Ξέρετε τι λεφτά έβγαλαν από μένα;»



Συνεχίζεται

Thursday, December 07, 2006

Οι φόνοι της πεταλούδας (II)

Αν και οι ιστορίες της Louise Lawson και της Dot King έμειναν άρρηκτα δεμένες και έγιναν γνωστές ως «Οι φόνοι της πεταλούδας» στο Broadway της «άγριας» δεκαετίας του ’20, αν και οι δολοφονίες τους παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες, υπάρχει μια καθοριστική διαφορά μεταξύ τους. Και αυτή είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκαν από τις εφημερίδες και τα έντυπα της εποχής.

Ο τύπος υπήρξε ανελέητος με τη Dot, παρουσιάζοντάς τη ως γυναίκα ελευθερίων ηθών, που «τα ήθελε και τα έπαθε», που προκάλεσε, ενδεχομένως, το θάνατό της με τον τρόπο ζωής της.

Αντίθετα, τη Louise Lawson, γεννημένη στο Walnut Springs του Texas, που άφησε τη γενέτειρά της για να αναζητήσει τη φήμη και την τύχη της στο «Μεγάλο Μήλο», ο τύπος την πένθησε σαν μικρή επαρχιωτοπούλα, που παγιδεύτηκε από διαβολικές δυνάμεις που δεν μπορούσε να ελέγξει.


Η δολοφονία της Louise Lawson

Η Lou Lawson ήταν 24 ετών, όταν δολοφονήθηκε στο διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη, που βρισκόταν στο Manhattan, δίπλα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.

Ανάμεσα στις νεαρές κοπέλες του χωριού της, η Lou θεωρούνταν η πιο ταλαντούχα. Τραγουδούσε στην τοπική εκκλησιαστική χορωδία και ήταν ήδη δεξιοτέχνις του πιάνου από την ηλικία των 12 ετών. Με ελάχιστη εμπειρία και με μόνο εφόδιο τα όνειρά της, άφησε το Τέξας στα 18 για να έρθει στη Νέα Υόρκη και να σταδιοδρομήσει ως καλλιτέχνις του Broadway.

Μετά από έξι χρόνια, το όνειρό της παρέμενε άπιαστο. Ήταν ένα από τα κορίτσια του μπαλέτου του Ziegfeld Follies στις αρχές του 1921, και έβγαζε 75 δολλάρια την εβδομάδα. Εμφανίστηκε ως κομπάρσα, για 20 δολλάρια, στην ταινία Way Down East του D.W. Griffith, στην οποία πρωταγωνιστούσε η Lillian Gish.

Πέρα από αυτά, η καριέρα της Lou ως ηθοποιού ήταν ανύπαρκτη και η αστυνομία επιβεβαίωσε αργότερα ότι όλο το διάστημα της παραμονής της στη Νέα Υόρκη, είχε κερδίσει μόνο 245 δολλάρια ως ηθοποιός.

Όπως και η Dot King, έμπλεξε με τον κόσμο της νύχτας, με αποτέλεσμα να πάψει να ασχολείται με τις δημόσιες παραστάσεις και να αφοσιωθεί στις «ιδιωτικές». Μπορεί να τάραξε την επαρχιώτικη ηθική της, αλλά οι όποιες αναστολές υποχώρησαν μπροστά στο προφανές κέρδος. Την εποχή του θανάτου της η Lou κατέθετε σταθερά 500 δολλάρια την εβδομάδα στον τραπεζικό της λογαριασμό. Μετά το θάνατό της βρέθηκαν μετοχές της Brooklyn-Manhattan Transit Company (BMT), μιας από τις τρεις ιδιωτικές εταιρίες μετρό και σιδηροδρόμων, που εξυπηρετούσαν την πόλη της Νέας Υόρκης.

Αποδείχτηκε πως ο «Μπαμπάκας» της Lou ήταν ο Gerhardt H. Dahl, πρόεδρος της ΒΜΤ.

Ο Dahl, τον οποίο η Lou αποκαλούσε «Jerry Doll», παρουσιάστηκε αυθορμήτως στις αρχές μετά το θάνατό της και εξήγησε την αθώα σχέση του μαζί της, χωρίς, εντούτοις, να αρνηθεί κατηγορηματικά ότι ανάμεσά τους υπήρχε μια πιο στενή σχέση.

«Η δεσποινίς Lawson ήταν μια ταλαντούχα πιανίστρια και ως τέτοια με ενδιέφερε», είπε στους δημοσιογράφους ο παντρεμένος κάτοικος της Park Avenue. «Οποιαδήποτε εξαγωγή άλλου συμπεράσματος για τη σχέση μας, αποτελεί προσβολή της θανούσης».

Ο Dahl αρνήθηκε ότι αποτελούσε την προέλευση των 500 δολλαρίων που έμπαιναν κάθε εβδομάδα στο λογαριασμό της Lou και δεν μπόρεσε να διαφωτίσει τους αστυνομικούς ως προς το συγκεκριμένο θέμα.

Η Lou, πάντως, ζούσε πλουσιοπάροχα στη Νέα Υόρκη. Το διαμέρισμά της ήταν γεμάτο με τα καλύτερα έπιπλα, με ανατολίτικα χαλιά, ένα πανάκριβο πιάνο με ουρά, αυθεντικούς πίνακες ζωγραφικής και ακριβά κρύσταλλα και πορσελάνες. Η αστυνομία στάθηκε αδύνατον, μέσα από τα οικονομικά της αρχεία, να βρει αποδείξεις ότι η Lou είχε αγοράσει μόνη της αυτά τα πράγματα. Μοιραζόταν το διαμέρισμα με το κατοικίδιό της, ένα καθαρόαιμο Cairn Terrier, που άκουγε στο όνομα Texie.

Το τέλος της έφτασε στις 8 Φεβρουαρίου του 1924, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη δολοφονία της Dot King.

Νωρίς το πρωί, δυο «σοβαροί κύριοι» έφθασαν στο διαμέρισμα της Lou, κουβαλώντας μια μεγάλη βαλίτσα. Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ, και σύμφωνα με την κατάθεση του Thomas Kane, χειριστή του ανελκυστήρα, είπαν ότι της πήγαιναν μια παραγγελία λαθραίων ποτών.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι άνθρωποι αυτοί εμφανίστηκαν στο διαμέρισμα της Lou, γιατί τόσο ο Kane όσο και άλλοι θυμόντουσαν ένα παρόμοιο περιστατικό, περίπου έναν μήνα νωρίτερα, όπου οι άντρες είχαν εμφανιστεί φέρνοντας πάλι μια βαλίτσα με ποτά. Η Lou, η οποία είχε παρέα, αρνήθηκε να τους επιτρέψει την είσοδο στο διαμέρισμα. «Φέραμε τζιν και ήθελε ουίσκι», είπε ο ένας από αυτούς στον Kane. «Ξέρεις πως είναι οι γυναίκες».

Μια κοινή φίλη της Dot και της Lou, η Charlotte Wakefield, είπε στην αστυνομία για την προηγούμενη επίσκεψη και πόσο είχε ανησυχήσει τη Lou. «Δεν περίμενε καμία παράδοση ποτών και φώναξε στους άνδρες ότι δεν επρόκειτο να τα δεχτεί», είπε η Charlotte.

Οι άνδρες, προφανώς, είχαν μεγαλύτερη τύχη την Παρασκευή, 8 Φεβρουαρίου. Κατάφεραν να μπουν στο διαμέρισμα, όπου έδεσαν τη Lou με «τις μεταξωτές της κάλτσες και σκισμένες λωρίδες από εσώρουχα», τη φίμωσαν με ένα κομμάτι πανί και κάλυψαν το στόμα της με λευκοπλάστη. Η Lou πέθανε από ασφυξία.

Όπως και στην περίπτωση της Dot King, ήταν η καμαριέρα που ανακάλυψε το πτώμα της Lou. Μια έρευνα στο διαμέρισμα αποκάλυψε πως έλειπαν κοσμήματα αξίας περίπου 20.000 δολλαρίων. Η Texie ήταν δεμένη σε ένα άλλο δωμάτιο. Μετά από συνεντεύξεις με τους ενοίκους της πολυκατοικίας, η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Lou γνώριζε τους δολοφόνους της αφενός, και πως είχαν ξαναβρεθεί στο διαμέρισμα αφετέρου, γιατί η Texie, η οποία γαύγιζε πάντα τους αγνώστους, δεν ακούστηκε καθόλου την ημέρα της δολοφονίας της Lou. Η υπόθεση μπήκε γρήγορα στο αρχείο και η θεωρία που επικράτησε ήταν πως η Lou είχε πέσει θύμα συμμορίας που εκμεταλλεύονταν γυναίκες στην κατάστασή της. Στην πόρτα του διαμερίσματός της βρέθηκε ένα κωδικοποιημένο μήνυμα, που όταν αποκρυπτογραφήθηκε έγραφε: «Η Louise Lawson είναι πολύ καιρό μόνη».

Προφανώς η συμμορία σύχναζε στα ίδια νυχτερινά κέντρα με μια παρέα γυναικών, θαμώνων των καμπαρέ, στην οποία ανήκαν αμφότερες η Dot και η Lou. Παρατηρούσαν ποιες από τις κοπέλες δέχονταν πλούσια δώρα από τους γενναιόδωρους «μπαμπάδες», ή ποιες είχαν ισχυρούς «αγαπημένους». Στη συνέχεια οι γυναίκες παγιδεύονταν από τη συμμορία. Στην περίπτωση της Lou έψαχναν για κοσμήματα, ενώ σε αυτή της Dot μάλλον έψαχναν για αποδεικτικά στοιχεία ώστε να εκβιάσουν τον εραστή της (αυτό πριν την μαρτυρία της Aurelia) . «Τα κορίτσια σπάνια μιλάνε», είπε ένα από τα θύματα στην αστυνομία. «Φοβούνται. Αν της πάρουν τα κοσμήματά της, λέει στις φίλες της πως τα έχασε ή τα πούλησε». Η αστυνομία, παράλληλα με την έρευνα για τον εντοπισμό των δύο δολοφόνων που είδε ο Kane, έψαχνε και για έναν θηλυκό συνεργό τους, ο ρόλος του οποίου ήταν να πιάνει φιλίες με τα κορίτσια και να εξακριβώνει ποια απ’ αυτά άξιζαν το ενδιαφέρον της συμμορίας.

Υπήρξε, όμως, και μια άλλη, πιο περίεργη εκδοχή για το φόνο της Lou.

«Η Dot και η Lou ήταν πάντα μαζί και έκαναν πολλή παρέα, πριν τη δολοφονία της Dot», είπε μια άλλη κοπέλα της παρέας, η Hilda Ferguson. «Πάντα σκεπτόμουν ότι η Lou ήξερε πολλά περισσότερα για το θάνατο της Dot απ’ όσα τολμούσε να πει και ότι αν μιλούσε πολλοί θα έβρισκαν το μπελά τους».

Η Louise Lawson θάφτηκε στο κοιμητήριο της πόλης που γεννήθηκε.


ΠΗΓΗ: Mark Gribben, Unsolved Cases: The Butterfly Murders

Tuesday, December 05, 2006

Οι φόνοι της πεταλούδας (I)


Εισαγωγή

Οι δολοφονίες της Dorothy King και της Louise Lawson στις αρχές της δεκαετίας του 1920, καταγράφηκαν ως «οι δολοφονίες της πεταλούδας», επειδή τα θύματα ήταν όμορφες, νεαρές γυναίκες, που τα φώτα του Broadway τις προσέλκυσαν, όπως το φως τις λάμπας τραβάει τις νυχτοπεταλούδες.

Οι ομοιότητες στους θανάτους τους οδήγησαν πολλούς να πιστέψουν πως οι δολοφονίες συνδέονταν, κατά κάποιον τρόπο. Και οι δύο κοπέλες προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και γνώρισαν μια σχετική επιτυχία στα θέατρα της Νέας Υόρκης, όπου τις σύστησαν αμφότερες σε πλούσιους και ισχυρούς άνδρες, με έκδηλο ενδιαφέρον για τα άλλα προσόντα τους, πέραν των υποκριτικών. Αυτό που σίγουρα τις ενώνει είναι το γεγονός ότι έχουν περάσει περισσότερα από 80 χρόνια από τις δολοφονίες τους και το μυστήριο παραμένει άλυτο.

Υπάρχουν θεωρίες σε κάθε περίπτωση και ισχυρές ενδείξεις για την ταυτότητα ενός άνδρα που ήταν υπεύθυνος για τη σφαγή της Dorothy, αλλά κανείς δεν κατηγορήθηκε επίσημα ποτέ. Η ληστεία αναφέρθηκε ως κίνητρο για το θάνατο της Lou Lawson αλλά, και σε αυτή την περίπτωση, δεν έγιναν συλλήψεις.



Η δολοφονία της Dorothy King

Ήταν το Μάρτη του 1923 που ο όρος «Μπαμπάκας» (sugar daddy), πρωτομπήκε στο λεξιλόγιο των Αμερικανών, χάρη σε ένα φόνο στις παρυφές της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, ο οποίος παραμένει άλυτος μέχρι σήμερα.

Η Dorothy «Dot» King (πραγματικό όνομα Keenan), εμφανίστηκε σε μία μόνο παραγωγή του Broadway, το «Broadway Brevities of 1920», η οποία ανέβηκε στο Winter Garden Theatre για 105 παραστάσεις, το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1920.

Η Dot μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, σε μια οικογένεια Ιρλανδών μεταναστών πρώτης γενεάς. Το σπίτι της ήταν στους φτωχομαχαλάδες του Harlem, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και να αρχίσει να εργάζεται ως μοντέλο σε καταστήματα υψηλής ραπτικής στο Manhattan. Ήταν μικροκαμωμένη και πανέμορφη. Εκεί άρχισε η γνωριμία της με τον κόσμο του Broadway και την υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης.

Παντρεύτηκε έναν οδηγό, και αυτός την εισήγαγε στην ιδιόμορφη κουλτούρα του Manhattan, που ήταν ένα αμάλγαμα παλαιών αριστοκρατών, νεόπλουτων και των νέων τύπων που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο προσκήνιο: των λαθρεμπόρων και των μελών συμμοριών. Ο γάμος έλαβε τέλος όταν ο σύζυγός της τη συνέλαβε να τον απατά, γεγονός που παραδέχονταν δημοσίως και η Dot.

Ενώ η, σκληρά εργαζόμενη, οικογένειά της πίστευε πως η Dot εργαζόταν ως μοντέλο και προσπαθούσε να κάνει καριέρα ως ηθοποιός στο Broadway, εκείνη είχε εγκαταλείψει και τα δύο και είχε μεταμορφωθεί σε πραγματική ξελογιάστρα. Είχε περισσότερες επιτυχίες κάτω από το ημίφως του μπουντουάρ της, παρά στα δυνατά φώτα του Broadway. Ο τύπος έγραφε γι’ αυτήν πως «η γοητεία της ήταν μεγαλύτερη από την αρετή της». Η Dot έγινε μια δημοφιλής φιγούρα της Νέας Υόρκης, ιδιαίτερα στα νυχτερινά μαγαζιά και σ’ εκείνα που πουλούσαν παράνομα ποτά. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Εκεί γνώρισε αρκετούς πλούσιους και ισχυρούς άντρες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν ο γιος του νομικού συμβούλου του Προέδρου της Αμερικής και ο γαμπρός του πλουσιότερου άνδρα στη χώρα, του Stotesbury.

Γνωρίστηκε, επίσης, με έναν πορτορικανό μεγαλοπαράγοντα στη βιομηχανία του ατσαλιού, τον Albert Guimares, ο οποίος κατέληξε να ληστέψει την εταιρία του και να καταφύγει σε απάτες στο χρηματιστήριο, προκειμένου να μπορεί να συναγωνιστεί τους πιο πλούσιους «ανταγωνιστές» του, στην αγκαλιά της Dot.

Ο J. Kearsley Mitchell, ο γαμπρός του Sotesbury, ήταν ο άνδρας που η Dot αποκαλούσε «μπαμπάκα» της, και ήταν αυτός που άνοιξε δρόμο για όλους τους υπόλοιπους που θα ακολουθούσαν. Εγκατέστησε τη Dot σε ένα μικρό, αλλά υπερπολυτελές διαμέρισμα στην καρδιά της Νέας Υόρκης, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το Central Park και το Carnegie Ηall. Τη φόρτωσε με κοσμήματα, γούνες και πανάκριβα ρούχα και, αν και δεν είχαν θεαθεί ποτέ μαζί δημοσίως, ήταν συχνότατος επισκέπτης στο διαμέρισμα.


Δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό για τον Mitchell, ο οποίος είχε περάσει τα 50, να τον δουν συντροφιά με την εικοσάχρονη Dot, όχι μόνο γιατί ήταν ο αδιαμφισβήτητος οικονομικός ηγέτης της Ανατολικής Ακτής, αλλά και γιατί ήταν, επίσης αδιαμφισβήτητα, παντρεμένος. Ο εκβιασμός ήταν μια συνήθης πρακτική της εποχής, και ο Mitchell κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να προστατευθεί από τον οποιονδήποτε θα σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει τη σχέση του με τη Dot για να αποκομίσει οικονομικά οφέλη. Εντούτοις, δεν ήταν απόλυτα διακριτικός. Έγραφε στη Dot τρυφερά γράμματα, τα οποία εκείνη κρατούσε στο διαμέρισμα. Το αν του απαντούσε παραμένει μυστήριο.

Κατά τα λοιπά ο Mitchell ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός όταν επισκεπτόταν τη Dot. Συνοδευόταν πάντα από τον δικηγόρο του John Jackson και χρησιμοποιούσαν και οι δύο ψευδώνυμα: κ. Marshall και κ. Wilson αντίστοιχα. O Jackson κατόπτευε το χώρο ώστε να εξασφαλίσει πως το πεδίο ήταν ελεύθερο και ύστερα έκανε νόημα στον Mitchell. Ανέβαιναν και οι δύο στον τέταρτο όροφο, όπου ήταν το διαμέρισμα της Dot. O Jackson έπινε ένα-δυο ποτά με το παράνομο ζευγάρι και στη συνέχεια έφευγε, για να τους αφήσει μόνους να κάνουν ό,τι έκαναν. Μετά από λίγες ώρες έφευγε και ο Mitchell. Το παιδί του ασανσέρ κατέθεσε στην αστυνομία, μετά το φόνο της Dot, ότι ο Mitchell πάντα έδινε γενναιόδωρο φιλοδώρημα για να μην επιτρέψει σε άλλον να μπει στο ασανσέρ.

Ο Mitchel κι ο Guimares ήταν οι μόνοι άνδρες που επισκέπτονταν τη Dot στο διαμέρισμά της. Ενώ ο Mitchel της έκανε δώρα, ο Guimares της έκανε μελανιές και της χάριζε μαυρισμένα μάτια. Παρόλη τη βία του –ο Guimares ήταν προφανώς απίστευτα ζηλιάρης εραστής- ήταν πάντα ευπρόσδεκτος στην ερωτική φωλιά της Dot.

Η 14η Μαρτίου 1923, ήταν μια μέρα όπως όλες στη ζωή της Dorothy Keenan King. Σύμφωνα με την καμαριέρα της, συνάντησε τον Mitchell, στον οποίον αναφερόταν ως ο «Μπαμπάκας», για γεύμα. Ο Mitchell, που ως συνήθως συνοδευόταν από τον Jackson, της πρόσφερε ένα μπουκέτο ορχιδέες. Τυλιγμένο γύρω από τους μίσχους των λουλουδιών ήταν ένα διαμαντένιο βραχιόλι. Αυτό ήταν ένα μόνο από τα πολλά κοσμήματα που της είχε χαρίσει ο Mitchell στη διάρκεια της σχέσης τους. Υπολογίσθηκε ότι η αξία τους ξεπερνούσε τις 15.000 δολλάρια.

Η καμαριέρα και ο Jackson έφυγαν, και αφού δείπνησαν μόνοι, ο Mitchell και η Dot κατέβηκαν με το ασανσέρ, βγήκαν και επέστρεψαν γύρω στα μεσάνυχτα. Το παιδί του ασανσέρ κατέθεσε ότι ο Mitchell έφυγε οριστικά γύρω στις 2.30 το πρωί.

Κανένας άλλος δεν θεάθηκε να μπαίνει στο διαμέρισμα της Dot, αλλά δεν ήταν ανάγκη να χρησιμοποιήσει κανείς τον ανελκυστήρα, ή ακόμα την κεντρική σκάλα, για να αποκτήσει πρόσβαση στο διαμέρισμα. Τα διαμερίσματα του τετάρτου και πέμπτου ορόφου είχαν πρόσβαση σε μια ιδιωτική σκάλα, που επέτρεπε στους κατοίκους και τους επισκέπτες τους να έρχονται και να φεύγουν από μια πλαϊνή είσοδο.

Μεταξύ 2.30 και 11 το πρωί, κάποιος μπήκε στο διαμέρισμα, ενώ η Dot βρισκόταν μόνη εκεί. Όταν η καμαριέρα της έφτασε εκεί και μπήκε με τα κλειδιά της, βρέθηκε μπροστά σε ένα αναστατωμένο διαμέρισμα: οι πίνακες ήταν σκορπισμένοι στο πάτωμα, τα πάντα ήταν άνω-κάτω, και το διαμέρισμα έδινε την εντύπωση πως είχε ψαχτεί εξονυχιστικά από κάποιον που έψαχνε κάτι.

Δεν ήταν ασυνήθιστο για τη Dot να κοιμάται μέχρι αργά, γιατί ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που έκαναν τη Νέα Υόρκη γνωστή ως την Πόλη Που Δεν Κοιμάται Ποτέ. Όταν, όμως, κάποια στιγμή η καμαριέρα πήγε να την ξυπνήσει, τη βρήκε νεκρή στο κρεβάτι της, ντυμένη μόνο με ένα μεταξωτό μπλε νυχτικό.

Αρχικά, η αστυνομία πίστεψε πως η Dot είχε αυτοκτονήσει, γιατί δεν υπήρχαν ορατές ενδείξεις πάλης. Το διαμέρισμα ήταν, βέβαια, άνω-κάτω αλλά, με την πρώτη ματιά τουλάχιστον, δεν υπήρχαν ενδείξεις για εξωτερική εισβολή και αποδείξεις για ανθρωποκτονία.

Εντούτοις, όταν ήρθε ο ιατροδικαστής, κατέληξε γρήγορα στο συμπέρασμα πως η Dot δεν είχε αυτοκτονήσει. Το σώμα της ήταν σε αφύσικη στάση, με τα πόδια της λυγισμένα κάτω από τον κορμό. Υπήρχαν μελανιές στο λαιμό της, γεγονός που οδήγησε τις αρχές να πιστέψουν πως είχε στραγγαλιστεί.

Ο χρόνος θανάτου υπολογίστηκε για κάποια στιγμή μετά τις 6 το πρωί, σύμφωνα με τη θερμοκρασία του σώματος και τη νεκρική ακαμψία. Μια έρευνα στα κλινοσκεπάσματα, αποκάλυψε το πραγματικό όπλο του εγκλήματος: ένα μπουκάλι χλωροφόρμιο. Δεν υπήρχε πουθενά μπαμπάκι ή γάζα, το οποίο θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει η Dot για να πάρει υπερβολική δόση του χημικού.

Η καμαριέρα ανακάλυψε δύο σημαντικά στοιχεία, αν και κανένα από αυτά δεν αποκάλυψε την ταυτότητα του δολοφόνου ή των δολοφόνων: έλειπαν τόσο τα κοσμήματα, όσο και τα γράμματα του Mitchell στην ερωμένη του. Η αστυνομία υπέθεσε πως ήταν υπόθεση κλοπής ή εκβιασμού.

Όταν έγινε γνωστή η δολοφονία της Dot, o Mitchell παρουσιάστηκε αμέσως στην αστυνομία για να δώσει κατάθεση και έφυγε ελεύθερος γιατί παρουσίασε άλλοθι.

Μια φίλη της Dot είπε στους αστυνομικούς ότι σκόπευε να καταγγείλει τον Guimares, αφενός γιατί την απειλούσε και αφετέρου γιατί προσπάθησε να την εξαναγκάσει να συμμετάσχει σε έναν εκβιασμό. Ο Guimares προσήχθη αμέσως για ανάκριση και κρατήθηκε ως ύποπτος φόνου. Κατά τη διάρκεια της έρευνας που έγινε για το άτομό του, αποκαλύφθηκε μια απάτη με το χρηματιστήριο που είχε οργανώσει. Ο Guimares παραδέχθηκε την ενοχή του και καταδικάστηκε σε τρίχρονη φυλάκιση.

Όσο, όμως, αφορά στο θάνατο της Dot, ο Guimares παρουσίασε ένα απόλυτα στεγανό άλλοθι. Παρουσίασε δύο μάρτυρες, τον Edmund McBrien και μια γυναίκα, η οποία το διάστημα εκείνο είχε αναφερθεί ως μια «ελκυστική ξανθιά», οι οποίοι αμφότεροι ορκίστηκαν πως ο Guimares ήταν μαζί τους την ώρα που δολοφονήθηκε η Dot.

Αν και εξακολουθούσε να θεωρείται ύποπτος, έστω και για συνεργεία ή εμπλοκή στο έγκλημα, ο Guimares δεν κατηγορήθηκε.

Για έξι χρόνια η υπόθεση παρέμενε ανοιχτή και η αστυνομία εξακολουθούσε τις έρευνες, χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι που η «ελκυστική ξανθιά» ξαναπαρουσιάστηκε στο προσκήνιο και νέα στοιχεία ήρθαν στο φως.

Η ξανθιά ήταν η Aurelia Fischer Dreyfus, η οποία ως Aurelia Fischer, ερωμένη του McBrien, είχε καταθέσει πως αυτή και ο φίλος της ήταν μαζί με τον Guimares τη νύχτα του θανάτου της Dot.


Τον Οκτώβρη του 1929, η Aurelia, η οποία είχε παντρευτεί και χωρίσει στο μεταξύ, βρισκόταν σε ένα πάρτυ του Ναυτικού Ομίλου της Washington D.C. με τον McBrien. Σύμφωνα με κατάθεση του ίδιου, ένοιωσε άσχημα από το πολύ ποτό και την έβγαλε στο μπαλκόνι να αναπνεύσει καθαρόν αέρα. Ενώ ο McBrien επέστρεψε στην αίθουσα για να αναζητήσει τα παλτά τους, η Aurelia έπεσε ή πήδηξε (ή σπρώχτηκε) από το μπαλκόνι. Τα τραύματά της ήταν μοιραία, αλλά διατηρούσε ακόμη τις αισθήσεις της όταν τη μετέφεραν στο τοπικό νοσοκομείο.


Εκεί, σύμφωνα με τη μητέρα της και την αδελφή της, έκανε μιαν εκπληκτική ομολογία πριν υποκύψει στα τραύματά της. «Ψευδομαρτύρησα για τη δολοφονία της Dot King», είπε, υπονοώντας ταυτόχρονα ότι ο ΜcBrien την έσπρωξε από το μπαλκόνι.

Παρά την επιθανάτια ομολογία της Aurelia, o Guimares δεν κατηγορήθηκε για το φόνο της Dot. Τα στοιχεία παρέμεναν ανεπαρκή.


Συνεχίζεται

Saturday, December 02, 2006

Οι δολοφόνοι των "Μοναχικών Καρδιών" (V)


Στην πτέρυγα μελλοθανάτων
Η παραμονή της Martha και του Raymond στην πτέρυγα μελλοθανάτων του Sing Sing, ήταν ένα από τα πλέον πολυτάραχα γεγονότα στην ιστορία των φυλακών. Από την ημέρα που έφθασαν, στις 19 Αυγούστου του 1949, μέχρι τις 8 Μαρτίου του 1951 που εκτελέστηκαν, η σαπουνόπερα της ερωτευμένης Martha κρατούσε καλά. Τροφοδοτούμενο από συνεχείς ιστορίες στον τύπο, αναφορικά με τη σεξουαλική στέρηση της Martha και την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της, το κοινό δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον του για τους Δολοφόνους των Μοναχικών Καρδιών.

Το Σεπτέμβρη του 1950, υπήρξε μια φήμη ότι η Martha διατηρούσε σεξουαλικό δεσμό με έναν από τους φρουρούς, μια ιστορία που έγινε πρωτοσέλιδο στα tabloids. «Για αρκετές εβδομάδες υπέφερα σιωπηλά, εξαιτίας μιας φήμης που ξεκίνησε ο κ. Fernandez», έγραψε σε μια επιστολή στον διευθυντή φυλακών του Sing Sing. «το να γράφουν ή να λένε ότι έχω σχέση με έναν από τους φρουρούς, είναι ότι πιο ανυπόστατο και γελοίο έχω ακούσει. Περίπου 25 εκ. άνθρωποι άκουσαν τη σημερινή εκπομπή του Winchell, ανάμεσά τους και μέλη της οικογένειάς μου. Και σίγουρα αυτό θα τους σοκάρει και θα τους φέρει σε δύσκολη θέση».

Αλλά ο Fernandez, πιθανότατα, πίστεψε τις φήμες και ξεκίνησε νομικές διαδικασίες, προκειμένου να σταματήσουν οι εκκλήσεις για αίτηση χάριτος που έκανε ο δικηγόρος του. Η αίτησή του έλεγε πως «το τρίγωνο τον υποβάλλει σε πνευματικό μαρτύριο τέτοιο που δεν μπορεί να αντέξει» και, πλέον, ανυπομονεί να εκτελεστεί προκειμένου «να σταματήσει να πεθαίνει κάθε μέρα»! Η Martha ζήτησε από τον δικηγόρο της να κάνει κάτι για να σταματήσουν οι φήμες. «Τι περιμένουν να κάνω?», έγραψε. «Να κάθομαι εδώ ήσυχη και να τον αφήνω να εξαφανίζει και τα τελευταία ίχνη αξιοπρέπειας που μου απέμειναν? Είπε τόσα για μένα, το πώς με έπαιζε στα δάχτυλά του και τώρα που απελευθερώθηκα πληγώθηκε ο εγωισμός του. Το μόνο που μπορώ να πω είναι: τι παλιοχαρακτήρας!».

Σκηνές από την ταινία "The Honeymoon Killers"

Καθώς ο καιρός περνούσε, η Martha και ο Raymond συνέχισαν μια σχέση αγάπης και μίσους, η οποία άλλαζε καθημερινά. Υπήρχαν μέρες που ορκίζονταν αιώνια αγάπη ο ένας στον άλλον και άλλες που δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους. Υπάρχουν γράμματα της Martha στη μητέρα της, στα οποία μιλάει με τα χειρότερα λόγια για τον Raymond. Υπάρχουν επίσης γράμματα του Raymond στην πρώτη του γυναίκα Encarnation (η οποία ζούσε ακόμη στη La Linea με τα τέσσερα παιδιά τους), στα οποία της δηλώνει ότι θα την αγαπά μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της ζωής του. Η Encarnation, η οποία γνώριζε πως ο Fernandez ήταν μπλεγμένος με πολλές άλλες γυναίκες, τον θεωρούσε ακόμη σύζυγό της και απαντούσε στα γράμματά του με αγάπη.


Αλλά αυτή που συγκίνησε ορδές γυναικών, ήταν η Martha. Η γυναίκα που παγιδεύτηκε σε έναν ιστό απάτης και παθολογικής αγάπης, που είχε υποφέρει από τη γελοιοποίηση και την απόρριψη της οικογένειας, των φίλων και του κοινωνικού περίγυρου, λόγω του βάρους της. Συμπαθούσαν μια γυναίκα που κατέληξε να βρίσκεται στην πτέρυγα μελλοθανάτων, επειδή ήθελε να ευχαριστήσει τον μοναδικό άντρα που αγάπησε ποτέ και που την αγάπησε εξίσου.

Αν και οι εκτελέσεις ήταν ακόμα πραγματικότητα στο Sing Sing, ο αριθμός τους είχε μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Το 1950 είχαν γίνει μόνο τρεις, έναντι 14 το 1949 και 21 το 1936. Μετά από πολλές αιτήσεις χάριτος, που απορρίφθηκαν όλες, η εκτέλεσή τους ορίστηκε για τις 8 Μαρτίου του 1951. Η Martha θα ήταν η έκτη γυναίκα που θα θανατωνόταν στην πολιτεία της Νέας Υόρκης τον 20ο αιώνα. Καθώς πλησίαζε η ημέρα του θανάτου τους, οι Δολοφόνοι Μοναχικών Καρδιών συμφιλιώθηκαν και έγραφαν γράμματα ο ένας στον άλλον, δηλώνοντας, για άλλη μια φορά, την αγάπη τους.


Η εντολή εκτέλεσης και η παραγγελία για το τελευταίο γεύμα του Raymond Fernandez

Οι προετοιμασίες για την εκτέλεση είχαν ξεκινήσει εβδομάδες πριν. Οι μάρτυρες της εκτέλεσης της Beck και του Fernandez έφθασαν τους 52, έναν ασυνήθιστα υψηλό αριθμό. Μεταξύ των μαρτύρων ήταν εννέα δικαστές, αρκετοί αστυνομικοί από τις πολιτείες του Μίτσιγκαν και της Νέας Υόρκης, δημοσιογράφοι από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας και πολλοί άλλοι.

Το πρωί της 8ης Μαρτίου, η Martha πήρε ένα πλούσιο πρωινό με αυγά, ζαμπόν και καφέ, και έκανε ένα ντουζ. Σύμφωνα με τις γραπτές της οδηγίες, το τελευταίο της γεύμα αποτελούταν από «τηγανιτό κοτόπουλο (όχι φτερούγες), τηγανιτές πατάτες και σαλάτα από μαρούλι και τομάτα». Ο Fernandez παρήγγειλε ομελέτα με κρεμμύδι, τηγανιτές πατάτες, σοκολάτα και ένα κουβανέζικο πούρο. Ήταν ιδιαίτερα νευρικός και εκμυστηρεύθηκε σε έναν φρουρό πως φοβόταν ότι δεν θα άντεχε την πίεση. Καθώς η ώρα πλησίαζε, η Martha του έστειλε ένα σημείωμα, βεβαιώνοντάς τον για τον άσβεστο έρωτά της. «Το ότι η Martha μ’ αγαπάει ακόμα είναι ό,τι καλύτερο μπορούσα να ακούσω. Τώρα είμαι έτοιμος να πεθάνω!», είπε. «Έτσι, απόψε, θα πεθάνω σαν άντρας!».

Στις 11.00 μ.μ. άρχισε η διαδικασία. Πριν από το ζευγάρι εκτελέστηκαν δυο άλλοι 22χρονοι κατάδικοι για τον παράλογο φόνο ενός υπαλλήλου αεροπορικής εταιρίας. Μετά την εκτέλεσή τους ο Fernandez οδηγήθηκε από το κελί του στο θάλαμο εκτελέσεων. Ήταν παράδοση στο Sing Sing να εκτελείται πρώτα ο πιο αδύναμος. «Θέλω να το φωνάξω και να το ακούσουν όλοι: αγαπώ τη Martha! Τι μπορεί να ξέρει το κοινό από αγάπη?», είπε. Ο Fernandez ήταν, πια, ένας τσακισμένος άντρας, πανικόβλητος και παράλυτος από το φόβο του. Χρειάστηκε να τον κουβαλήσουν στην ηλεκτρική καρέκλα.

Η ηλεκτρική καρέκλα του Sing Sing

Μερικά λεπτά αργότερα η Martha μπήκε στον ίδιο χώρο. Προχώρησε μόνη της και κάθησε ήσυχα στην ηλεκτρική καρέκλα, όχι χωρίς δυσκολία είναι η αλήθεια, μια και ήταν μικρή για το μέγεθός της. Την ώρα που οι δακρυσμένες δεσμοφύλακες της έδεναν τα λουριά στους καρπούς, τα χείλη της σχημάτισαν τη λέξη «αντίο», χωρίς όμως να ακουστεί κανένας ήχος. Στις 11.24 μ.μ. είχε πεθάνει. Η εκτέλεση της 8ης Μαρτίου του 1951 ήταν η πρώτη τετραπλή από το 1947. Ο δήμιος πληρώθηκε με $150 για τον καθένα από τους εκτελεσθέντες.

Πριν εγκαταλείψει το κελί της, η Martha έκανε την τελευταία της δήλωση για τον τύπο. «Τι σημασία έχει ποιος φταίει?», είπε. «Η ιστορία μου είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά μόνο όσοι έχουν βασανιστεί από έρωτα μπορούν να καταλάβουν τι εννοώ. Με σκιαγραφήσατε ως μια χοντρή, αναίσθητη γυναίκα… Δεν είμαι αναίσθητη, ούτε χαζή και ηλίθια… στην παγκόσμια ιστορία πόσα και πόσα εγκλήματα δεν έχουν γίνει στο όνομα της αγάπης?»


Αφίσσες της ταινίας

Η ταινία
THE HONEYMOON KILLERS (1970) Σκηνοθεσία: Leonard Kastle

Αν και δεν έγινε γνωστή στο πλατύ κοινό, η ταινία THE HONEYMOON KILLERS είναι ένα διαμάντι ανεξάρτητης παραγωγής, κατά πολύ ανώτερο από αυτό που υπονοεί ο τίτλος του. Η υπόθεσή του αναφέρεται στην αληθινή ιστορία της Martha Beck και του Raymond Fernandez. Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο συνθέτης και μουσικός Leonard Kastle. Αυτή ήταν η πρώτη και η μοναδική του ταινία. Το στυλ είναι καθαρά ντοκυμαντερίστικο, το φιλμ μαυρόασπρο και η ατμόσφαιρα έχει ίχνη νουάρ. Έχει κινηματογραφηθεί σε διάφορες μικρές πόλεις (οι περισσότερες στην πολιτεία της Νέας Υόρκης), με εκπληκτικές ερμηνείες από τους, τότε, άγνωστους ηθοποιούς. Η ταινία είναι πραγματικά αξέχαστη.

Ο σκηνοθέτης Leonard Kastle

Με το σενάριό του ο Kastle έχει πλάσει τους χαρακτήρες της Martha και του Raymond ως εξαιρετικά ευάλωτους και κλονισμένους. Οι ερμηνείες των Shlirley Stoler και Tony LoBianco, αντίστοιχα είναι εξαιρετικές. Η Stoler, χοντρή, κραυγαλέα και τρομακτική Martha, οδηγείται στο έγκλημα από απληστία και ζήλεια. Η ερμηνεία της είναι υπέροχη και η σχέση της με τον λατίνο LoBianco σου κόβει την ανάσα. Οι δυο τους ξεκινούν ως αντιήρωες, στην αρχή της ταινίας, αλλά μέχρι το φινάλε έχουν γίνει εντελώς κατάπτυστοι. Χαμηλός, φυσικός φωτισμός και αποτελεσματική, κλειστοφοβική κινηματογράφηση (αξιομνημόνευτη η δουλειά του οπερατέρ Oliver Wood), δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, με μουσική υπόκρουση τις συμφωνίες του Mahler. Η τυχόν απειρία του νεαρού και αρχάριου σκηνοθέτη, μόνο προσθέτει στην ταινία. Το THE HONEYMOON KILLERS είναι must-see για τους σπουδαστές του κινηματογράφου αλλά και για όποιον κινηματογραφόφιλο εκτιμά την αφήγηση και παρουσίαση μιας ιστορίας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.





Μετάφραση – απόδοση στα ελληνικά από The Crime Library: Composition Doll

Wednesday, November 29, 2006

Οι δολοφόνοι των "Μοναχικών Καρδιών" (IV)

Η σύλληψη
Μετά τη σύλληψή τους, στις 28 Φεβρουαρίου 1949, η Beck και ο Fernandez μεταφέρθηκαν στο γραφείο του εισαγγελέα της κομητείας του Kent, όπου ανακρίθηκαν από τον ίδιο και την αστυνομία. Ίσως επειδή είχαν ήδη υποταχθεί στη μοίρα τους, κανείς από τους δύο δεν ζήτησε δικηγόρο, ούτε απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις. «Δεν είμαι ένας μέσος δολοφόνος», είπε ο Fernandez στους ανακριτές του. Και οι δύο διηγήθηκαν μια ιστορία γεμάτη σεξ, απάτες και φόνους. Υπέγραψαν μιαν ομολογία 73 σελίδων, παρουσία του Εισαγγελέα της Κομητείας του Kent, Roger McMahon, ο οποίος τους διαβεβαίωσε πως δεν θα τους παρέδιδε στην αστυνομία της Νέας Υόρκης. Ο Fernandez και η Beck γνώριζαν πως στο Michigan δεν υπήρχε η θανατική ποινή και προτιμούσαν να παραμείνουν στο Kent παρά να οδηγηθούν στη Νέα Υόρκη, όπου θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατηγορία για τη δολοφονία της Fay.

«Η ηλεκτρική καρέκλα με τρομάζει», είπε η Martha. Με την υπόσχεση ότι αν έλεγαν την αλήθεια ο Fernandez θα ήταν ελεύθερος σε έξι χρόνια, δείχνοντας καλή διαγωγή, συνεργάστηκαν πλήρως με τους ανακριτές.

Την επόμενη μέρα η υπόθεση των δολοφόνων των Μοναχικών Καρδιών, υπήρχε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες της Αμερικής. Όποτε εμφανίζονταν ο Fernandez και η Beck, συνοδεία αστυνομικών, οι φωτογράφοι ήταν εκεί, ελπίζοντας να απαθανατίσουν το πιο φρικτό ζευγάρι της Αμερικής. Σύντομα άρχισαν οι αναφορές για το παρουσιαστικό της Martha. Μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που της απέδωσαν ήταν: χοντρή, ναζού, Big Martha, 200 κιλά οργής, η ζωντοχήρα που χαχανίζει, άσχημη, διαταραγμένη. Όλες η αναφορές στο όνομά της συνοδεύονταν από εκτίμηση των κιλών της με, σχεδόν πάντα, μεγάλη δόση υπερβολής (την εποχή της σύλληψής της ζύγιζε 106 κιλά). Ο τύπος της Νέας Υόρκης είχε, δυστυχώς, μια μακρά παράδοση σε τέτοιου είδους αναφορές, σε περιπτώσεις δολοφονιών, ιδίως αν ο δράστης ήταν γυναίκα. Από την εποχή της Ruth Snyder το 1927, μέχρι σήμερα, τα tabloids της πόλης, χάνουν συχνά κάθε αίσθηση αντικειμενικότητας, όταν περιγράφουν δίκες κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος είναι γυναίκα.

Τα άρθρα στις εφημερίδες είχαν δημιουργήσει την εντύπωση πως οι κατηγορούμενοι ήταν αναμφίβολα ένοχοι και πως η δίκη δεν ήταν παρά μια τυπικότητα που έπρεπε να ακολουθηθεί. Και παντού ήταν διάχυτη η άποψη ότι στον Fernandez και στη Beck δεν άξιζε τίποτα λιγότερο από την θανατική ποινή. Η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τεράστια.

Την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου του 1949, μετά από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Thomas Dewey στην πολιτεία του Michigan, έγινε συμφωνία μεταξύ των εισαγγελέων: η πολιτεία του Michigan απέσυρε τις κατηγορίες για τους φόνους των Downing και εξέδωσε τους κατηγορούμενους στην πολιτεία της Νέας Υόρκης να δικαστούν για τη δολοφονία της Janet Fay.

Ο λόγος ήταν απλός: το Michigan δεν είχε ηλεκτρική καρέκλα.

Το τσίρκο της δίκης
Η δίκη της Martha Beck και του Raymond Fernandez, άρχισε στις 28 Ιουνίου του 1949, με έναν πρωτοφανή καύσωνα να ταλαιπωρεί την πόλη της Νέας Υόρκης και τους κατοίκους της. Ένας νεαρός δικηγόρος του Manhattan, o Herbert E. Rosenberg, επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει τη Martha και τον Raymond. Φυσικά, η επιλογή ενός μόνο δικηγόρου και για τους δύο κατηγορούμενους ήταν αντιδεοντολογική και άδικη για τους κατηγορούμενους. Λόγω του καύσωνα η δίκη αποφασίστηκε να διεξαχθεί στο μεγαλύτερο και πιο ευρύχωρο Ανώτατο Δικαστήριο του Bronx, κοντά στο περίφημο στάδιο του baseball των Yankees. Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να σώσει τους θεατές της από τις συνέπειες του καύσωνα, που ήταν ο χειρότερος στην ιστορία της πόλης μέχρι σήμερα. Μόνο κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου 4-5 Ιουλίου του 1949, πέθαναν τουλάχιστον 881 άτομα.

Δικαστής ορίστηκε ο Ferdinand Pecora, αυστηρός αλλά δίκαιος. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο Edward Robinson Jr., που ήταν στην υπόθεση από την αρχή της και ήταν ο διαμεσολαβητής για την έκδοση των Fernandez και Beck στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Η κατηγορούσα αρχή άρχισε την παρουσίαση της υπόθεσης με ένα μπαράζ ενοχοποιητικών καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών του ιατροδικαστή, φίλων της Janet Fay καθώς και του σπιτονοικοκύρη της. Ακολούθησαν οι αστυνομικοί του Michigan που είχαν κάνει τη σύλληψη καθώς και ντετέκτιβς που παρουσίασαν στο δικαστήριο τα πειστήρια του εγκλήματος.

Ο Raymond Fernandez κατέθεσε στις 11 Ιουλίου του 1949. Αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη στη δολοφονία της Fay και είπε ότι είχε γνωρίσει τη Martha λίγο καιρό πριν, γράφοντας στα κλαμπς των Μοναχικών Καρδιών. Παραδέχτηκε πως είχε ομολογήσει στις αρχές του Michigan, αλλά ισχυρίστηκε πως το έκανε μόνο για να σώσει την αγαπημένη του Martha, και πως επιθυμούσε να πάρει πίσω την ομολογία του. Με απαλή φωνή και συχνά χαμογελώντας προς τη Martha, η οποία συγκατένευε στα λεγόμενά του, ο Fernandez παρουσίαζε την εικόνα του διανοούμενου ισπανού τζέντλεμαν. «Όλες μου οι καταθέσεις έγιναν με σκοπό να βοηθήσω τη Martha», είπε. «Την αγαπούσα, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά».

Αλλά ο εισαγγελέας Edward Robinson κατέρριψε τους ισχυρισμούς του Fernandez αναφέροντας τα ονόματα των Jane Thompson, Delphine Downing, Rainelle Downing και Myrtle Young. Όλες ήταν νεκρές μετά τη συνάντησή τους με τον Raymond Fernandez. Και όλα αυτά τα είπε φωνάζοντας στον Fernandez. «Ο κύριος Fernandez δεν είναι κουφός», του είπε σε κάποια στιγμή η Martha από το κάθισμά της. Αλλά και ο Fernadez κέρδισε «πόντους» όταν μίλησε για τις συνθήκες της ανάκρισής του στο Michigan. «Ο οποιοσδήποτε είχε δικαίωμα να μου κάνει ερωτήσεις» είπε, «ακόμα και οι δημοσιογράφοι. Δεν ήξερα που πατούσα και που βρισκόμουν. Και ο εισαγγελέας είπε πως οτιδήποτε και να έλεγα δεν θα το χρησιμοποιούσαν εναντίον μου». Ο Fernandez ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και συνέχισε, καθώς κατάλαβε πως αυτό το σημείο ήταν πολύ σημαντικό. «Είπαν πως θα με δίκαζαν για δολοφόνο στη Νέα Υόρκη και θα άφηναν τη Martha ελεύθερη. Εγώ σαν άντρας, μπορούσα πιο εύκολα να αντέξω. Είπαν πως αν συνεργαζόμουν θα έβγαινα από τη φυλακή σε έξι χρόνια. Εάν δεν συνεργαζόμουν θα έτρωγα ισόβια».

Αλλά η κατηγορούσα αρχή είχε πολλά εναντίον τους. Η μακροσκελής ομολογία τους, με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ήλθε πολλές φορές στο προσκήνιο για να τους στοιχειώσει. Το ακροατήριο κρατούσε την ανάσα του, όσο διαβάζονταν οι φρικιαστικές αφηγήσεις. «Μπορώ ακόμα να το ακούσω. Το αίμα στάζει, στάζει, στάζει και ο ήχος του νομίζεις πως ακούγεται σε ολόκληρο το σπίτι», είχε πει η Martha στους ανακριτές της. Όταν ο Fernandez στραγγάλισε τη Fay, η μασέλα της πετάχτηκε έξω από το στόμα της. Φρόντισαν να την εξαφανίσουν γιατί, όπως κατέθεσε η Martha «αν έβρισκαν το πτώμα της η μασέλα θα διευκόλυνε την αναγνώρισή του». Στη συνέχεια ο Robinsonρώτησε τον Fernandez αν πυροβόλησε και σκότωσε τη Delphine Downing. «Αυτό είναι αλήθεια», απάντησε. Αλλά όταν τον ρώτησε αν σκότωσε τη Janet Fay το αρνήθηκε. Σε εκείνο το σημείο η Martha σηκώθηκε από τη θέση της. «Νομίζω, κ. Πρόεδρε πως τώρα πρέπει να καταθέσω εγώ!», είπε. Ο δικαστής την επέπληξε ενώ ο δικηγόρος της την τραβούσε στη θέση της. Η ομολογία τους, σελίδα με τη σελίδα, και η κάθε μια πιο επιβαρυντική από την προηγούμενη, διαβάστηκε ολόκληρη στο ακροατήριο. Το ταξίδι του ζευγαριού στην απάτη, το σεξ και το φόνο περιγράφηκε με κάθε λεπτομέρεια.

Η κατάθεση του Raymond Fernandez περιείχε εκτενείς περιγραφές των σεξουαλικών του σχέσεων με τα θύματά του. Πολύς λόγος έγινε για τρεις παρτίδες strip poker, που έπαιξαν η Martha και η Esther Henne, ένα από τα θύματά του. Όποια κέρδιζε την τελευταία παρτίδα θα είχε ως έπαθλο τον Fernandez στο κρεβάτι της. Κέρδισε η Martha. Αυτός ο τύπος κατάθεσης συνεχίστηκε για όλο το πρωϊνό της 21ης Ιουλίου και ήταν τόσο «περιγραφικός» που «οι μη έχοντες εργασία απαγορευόταν να παρευρίσκονται έξω από την αίθουσα στην οποία διεξαγόταν η δίκη». Οι New York Times έγραψαν πως «πολλοί από τους θεατές, κυρίως γυναίκες, δεν βγήκαν για το μεσημεριανό τους γεύμα για να μην χάσουν τις θέσεις τους».

Η κατάθεση της Martha
Οι προβλέψεις για την κατάθεση της Martha είχαν αρχίσει αρκετές εβδομάδες πριν. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από ιστορίες για το πώς θα κατέθετε η Martha. Θα κατέδιδε τον Raymond? Θα αναλάμβανε μόνη της όλη την ευθύνη? Θα έκλαιγε? Όταν άκουσε το όνομά της το πρωί της 25ης Ιουλίου 1949, σηκώθηκε από τα έδρανα της υπεράσπισης και προχώρησε αργά στη θέση του μάρτυρα. Ανέβηκε τα δύο σκαλιά που οδηγούσαν στο έδρανο και κάθισε στη θέση της. Φορούσε ένα γκρίζο καλοκαιρινό φόρεμα με άσπρες βούλες, πράσινες γόβες-στιλέτο και είχε περασμένες δυο σειρές μαργαριτάρια γύρω από το λαιμό της. Ήταν μια εμφάνιση ακατάλληλη για αίθουσα δικαστηρίου. Μετά τις περιγραφές του Raymond για τις «ανώμαλες σεξουαλικές» προτιμήσεις τους, η αίθουσα ήταν κατάμεστη από περίεργους ακροατές και δημοσιογράφους.

Όσο η Martha έλεγε την ιστορία της στο κατάμεστο και σιωπηλό δικαστήριο, ο Fernandez παρέμενε αλύγιστος στη θέση του, μην ξέροντας τι να περιμένει. Η Martha άρχισε από την παιδική της ηλικία, εξιστορώντας όλα της τα προβλήματα. Μίλησε για δυο σεξουαλικές επιθέσεις που δέχτηκε στα 13 της, η μία εκ των οποίων την άφησε έγκυο. Ανέφερε ότι έκτοτε παρέμενε φοβισμένη και ντροπαλή απέναντι στους άντρες και ότι πάντα ονειρευόταν να ερωτευτεί. «Η ζωή που ζούσα δεν άξιζε» είπε. «Προτιμούσα να πεθάνω, παρά να συνεχίζω να καυγαδίζω με τη μητέρα μου για το υπόλοιπο της ζωής μου». Είπε ότι η μητέρα της ήταν αφόρητα καταπιεστική ώστε εκείνη «ήταν υποχρεωμένη να της δίνει λεπτομερέστατη αναφορά για τον ποιον συναντούσε και τι έκανε μαζί του». Είχε κάνει αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας. Η τύχη της με τους άντρες ήταν εξίσου κακή. Κάθε φορά που έκανε κάποιον δεσμό, δεν οδηγούσε πουθενά. Ο πρώτος της γάμος τελείωσε άδοξα, όταν ο σύζυγός της την εγκατέλειψε έγκυο. «Μου είχε δώσει την εντύπωση πως ήμουν η μόνη γυναίκα που είχε αγαπήσει», είπε με δάκρυα στα μάτια. Όλες της οι σχέσεις μετά το γάμο της ήταν καταστροφικές. Είχε ήδη δυο παιδιά, αλλά όχι σύντροφο. Έκανε άλλη μια απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν εξήγησε στο δικαστήριο γιατί εγκατέλειψε τα παιδιά της, το Γενάρη του 1948 στο Στρατό της Σωτηρίας, ξέσπασε σε λυγμούς.

Αναφορικά με τον Fernandez, η Martha ισχυρίστηκε πως γνώριζε ότι ήταν δολοφόνος και πως τον βοηθούσε να βρίσκει τα θύματά του ανάμεσα στις μοναχικές γυναίκες. «Ο Raymond είχε πολλές φωτογραφίες από αυτές τις γριές μέγαιρες, που του έστελναν γράμματα και ήθελαν να αλληλογραφήσουν μαζί του», είπε. Μερικές φορές η Martha γέλασε όταν θυμόταν πόσο εύκολο ήταν για τον Raymond να εξαπατά τα θύματά του. Όταν έγινε η ερώτηση για τη Fay, η Martha είπε ότι το μόνο που θυμάται ήταν ότι ο Fernandez της ζήτησε να την κάνει να σωπάσει. Μετά βρέθηκε να στέκεται πάνω από το άψυχο κορμί της με τον Fernandez να την ταρακουνάει από τους ώμους φωνάζοντας «Για όνομα του Θεού, Martha, τι έκανες?».

Όταν ο εισαγγελέας τη ρώτησε για την αγάπη της προς τον Fernandez, η Martha τον υπερασπίστηκε. «Αγαπούσαμε πολύ ο ένας τον άλλο και θεωρούσα τη σχέση μας ιερή. Αναφερθήκατε στον τρόπο που κάναμε έρωτα και τον χαρακτηρίσατε ανώμαλο, αλλά τίποτα δεν είναι ανώμαλο μπροστά στην αγάπη που είχα για τον Fernandez», είπε. Η Martha κουνιόταν νευρικά στη θέση της, σε μια ξύλινη καρεκλίτσα φτιαγμένη για πολύ πιο μικρόσωμους ανθρώπους. Είπε πως κάθε παράκληση του Fernandez για εκείνη ήταν εντολή. Τον αγαπούσε τόσο, ώστε να κάνει οτιδήποτε της ζητούσε. Επέμενε πως δεν θυμόταν τίποτα από το φόνο της Fay, μέχρι που την είδε να αιμορραγεί στα πόδια της. Σύμφωνα με τις οδηγίες της ο Fernandez έδεσε ένα φουλάρι γύρω από το λαιμό του θύματος και το έσφιξε για να λειτουργήσει, υποτίθεται, ως αιμοστατικός επίδεσμος. Η Martha υποστήριξε ότι γνώριζε, από την εμπειρία της ως νοσοκόμα, πως ένας αιμοστατικός επίδεσμος στο λαιμό σταματά την αιμορραγία του κεφαλιού.

Η κατάθεση της Martha κράτησε τρεις μέρες. Με μεταπτώσεις στις αντιδράσεις (άλλοτε εριστική, άλλοτε δακρυσμένη και άλλοτε θυμωμένη), η Martha έδωσε τέτοιες λεπτομέρειες για τη σεξουαλική της ζωή με τον Fernandez, ώστε πολλές γυναίκες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα. Όταν άρχισε να περιγράφει διάφορες σεξουαλικές πράξεις που συνδέονταν με την πρακτική του βουντού, χρειάστηκε η παρέμβαση δύο δωδεκάδων αστυνομικών για να συγκρατήσουν τα πλήθη που ήθελαν να μπουν στο δικαστήριο.

Η ετυμηγορία
Στις 18 Αυγούστου του 1949, μετά από 44 μέρες καταθέσεων και μια πεντάωρη ομιλία του δικαστή Pecora, οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να συνεδριάσουν. Η συνεδρίαση άρχισε στις 21.45 μ.μ. Σε κάποιο σημείο ζήτησαν να ξαναδιαβάσουν την ομολογία του Fernandez, ενώ ζήτησαν διευκρινήσεις για τον όρο «προμελέτη». Αρκετοί πίστευαν πως ο Fernandez θα χρεώνονταν με το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης και πως η Martha θα αντιμετώπιζε ελαφρύτερη ποινή. Οι ένορκοι συνέχισαν άυπνοι τη συνεδρίασή τους και στις 08.30 π.μ. το επόμενο πρωί είχαν καταλήξει σε ετυμηγορία. Η ειρωνεία είναι πως πολλοί από τους «θαμώνες» της δίκης είχαν αποχωρήσει, νομίζοντας πως οι ένορκοι θα συνεδρίαζαν την επόμενη ημέρα. Έτσι, όταν ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους, στην αίθουσα δεν ήταν σχεδόν κανείς.

Το σώμα των ενόρκων, αποτελούμενο από δέκα άντρες και δύο γυναίκες, κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση: ο Fernandez και η Beck κρίθηκαν ένοχοι για φόνο πρώτου βαθμού. Οι κατηγορούμενοι δεν έδειξαν καμία συγκίνηση ή έκπληξη, αν και η Daily News έγραψε πως «η κ. Beck, όπως τόσες φορές είχε κάνει κατά τη διάρκεια της δίκης, πήρε μια ξεδιάντροπη έκφραση». Δεν υπήρχε καμία έκκληση για έλεος για κανέναν από τους κατηγορουμένους.

Οδηγήθηκαν στις φυλακές. Σε ερώτηση ενός φρουρού τι τους οδήγησε στο έγκλημα, η Martha απάντησε: «Έμπλεξα. Δεν είχα έλεγχο», ο δε Fernandez «ένα ατύχημα». Χωρίστηκαν και οδηγήθηκαν ο καθένας στο κελί του, στην Πτέρυγα των Μελλοθανάτων. Η Martha, κατά ειρωνική σύμπτωση, οδηγήθηκε στο ίδιο κελί που το 1927 είχε «φιλοξενήσει» τη Ruth Snyder και αργότερα, το 1936, την Eva Coo. Και οι δύο πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα. Το κελί είχε έναν πάγκο που χρησίμευε για κρεβάτι, έναν νιπτήρα και μια λεκάνη. Η μόνη παρέα της Martha ήταν οι δεσμοφύλακες. Πα΄ρεδωσε μια λίστα με τους ανθρώπους που θα δεχόταν ως επισκέπτες. Αυτή περιελάμβανε τον πρώην σύζυγό της, Alfred Beck, τον αδελφό της και τρεις αδελφές της. Επίσης συμπεριέλαβε τα παιδιά της που είχε εγκαταλείψει: την πεντάχρονη Carmen και τον τετράχρονο Anthony.


Συνεχίζεται

Wednesday, November 22, 2006

Οι δολοφόνοι των "Mοναχικών Kαρδιών" (III)


Η αρχή
Αφού ξεφορτώθηκαν τα παιδιά, η Beck και ο Fernandez είχαν το διαμέρισμα στη διάθεσή τους. Ο Raymond της έδειξε τα γράμματα των «μοναχικών καρδιών» και της ομολόγησε τα πάντα: για τις δεκάδες γυναίκες που είχε εξαπατήσει, για τη σύζυγό του στην Ισπανία και για τις άλλες συζύγους. Η Martha, ήδη πλήρως υποταγμένη στον Fernandez, κατάλαβε πως δεν υπήρχε γυρισμός. Ήταν ο άντρας της και ήταν η γυναίκα του. Με τη δική της λογική ήταν καθήκον της να τον βοηθήσει. Άρχισαν να κάνουν σχέδια μαζί για την επόμενη «δουλειά» του Raymond. Εξέτασαν από κοινού τις επιστολές που είχε λάβει ο Fernandez και αποφάσισαν πως το επόμενο θύμα τους θα ήταν η Esther Henne από την νότιο Pennsylvania, συνταξιούχος δασκάλα.

Το απίθανο ζευγάρι ταξίδεψε στην Pennsylvania όπου και συναντήθηκε με την Henne. Η Martha παρουσιάστηκε ως κουνιάδα του Raymond. Μέσα σε μια εβδομάδα, στις 28 Φεβρουαρίου του 1948, ο Fernandez και η Henne παντρεύτηκαν σε μια σύντομη τελετή στο Δημαρχείο του Fairfax, στη Virginia. Στη συνέχεια οι νεόνυμφοι και η Martha επέστρεψαν στο διαμέρισμα της Δυτικής 139ης Οδού. Αργότερα η Henne είπε στους δημοσιογράφους: «Για τέσσερις μέρες ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου. Στη συνέχεια έγινε βίαιος λεκτικά, όταν αρνήθηκα να τον κάνω κύριο της ασφάλειάς μου και να τον εξουσιοδοτήσω να εισπράττει τη σύνταξή μου. Τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο. Άρχισα να ακούω ιστορίες για εκείνον, πως είχε ταξιδέψει στην Ισπανία με μια γυναίκα η οποία πέθανε.» Σύντομα, η νέα κυρία Fernandez εγκατέλειψε το διαμέρισμα, φτωχότερη κατά ένα αυτοκίνητο και εκατοντάδες δολάρια που της είχε κλέψει ο Raymond.

Αρκετές άλλες γυναίκες ακολούθησαν την Esther Henne, με γρήγορη διαδοχή. Μια από αυτές, η Myrtle Young, από το Greene Forest του Arkansas, δέχτηκε να παντρευτεί τον Raymond. Στις 14 Αυγούστου του 1948 παντρεύτηκαν στο Cook Country του Illinois. Αυτή τη φορά η Martha παρουσιάστηκε ως αδελφή του Raymond και έκανε τα πάντα προκειμένου αυτός ο γάμος να μην ολοκληρωθεί. Για το λόγο αυτό κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τη Myrtle. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες, μέχρι που η Myrtle διαμαρτυρήθηκε τόσο έντονα, ώστε ο Raymond της έδωσε μεγάλη δόση υπνωτικών. Η Myrtle έπεσε αναίσθητη. Με τη βοήθεια της Martha, ο Raymond την κουβάλησε μέχρι το σταθμό των λεωφορείων και την έστειλε πίσω στο Little Rock του Arkansas. Όταν έφτασε εκεί ήταν ήδη σε κώμα και μεταφέρθηκε από την αστυνομία στο νοσοκομείο, όπου πέθανε την επόμενη μέρα. Το ζευγάρι των δολοφόνων της είχε ήδη κλέψει 4.000 δολλάρια.

Εν τω μεταξύ, η Martha και ο Reymond συνέχιζαν τη δράση τους στις ανατολικές πολιτείες. Σταμάτησαν σε αρκετές πόλεις και συνάντησαν πολλές γυναίκες που αλληλογραφούσαν με τον Raymond. Κατάφεραν να τους αποσπάσουν αρκετά χρήματα, αλλά δεν βρήκαν καμία που να άξιζε να επενδύσουν σ’ αυτήν μακροπρόθεσμα. Επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη και άρχισαν να ξαναδιαβάζουν τις αγγελίες των «μοναχικών καρδιών» για να ανακαλύψουν νέα θύματα. Βρήκαν μία στη νέα Αγγλία, αλλά όταν πήγαν να τη συναντήσουν η Martha τη βρήκε νεώτερη απ’ όσο περίμενε και δεν άφησε τον Reymond να συνεχίσει μαζί της.

Τα χρήματά τους λιγόστευαν. Ο χειμώνας πλησίαζε και κανείς από τους δύο δεν είχε δουλειά. Έψαχναν απελπισμένα νέα θύματα. Σύντομα εντόπισαν τη Janet Fay, μια 66χρονη χήρα που ζούσε στο Albany της Νέας Υόρκης. Ο Raymond πήρε μελάνι και χαρτί και στρώθηκε στη δουλειά.

Janet Fay
Η Janet Fay νοίκιαζε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης και, πιο σημαντικό απ’ όλα, είχε καταθέσεις στην τράπεζα. Συνήθιζε να στέλνει επιστολές στις στήλες των μοναχικών καρδιών, παρά τις προειδοποιήσεις της οικογένειας και των φίλων της. Η Fay ήταν μια θρησκευόμενη καθολική, που παρακολουθούσε τη λειτουργία κάθε Κυριακή, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο Fernandez, διανθίζοντας τα γράμματά του με αναφορές στη θρησκεία και το Θεό. Συχνά υπέγραφε τις επιστολές προς τα θύματά του ως Charles Martin.

Μετά από χρονικό διάστημα αρκετών εβδομάδων, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Fernandez έπεισε τη Janet για την εντιμότητα των προθέσεών του, κανόνισαν να την επισκεφτεί στο Albany πριν την Πρωτοχρονιά. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1948, η Martha και ο Reymond έφτασαν στο Albany και κατέλυσαν σε κεντρικό ξενοδοχείο ως κος και κα Fernandez. Την επόμενη μέρα επισκέφτηκε τη Janet κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια. Πέρασαν τη μέρα μαζί, γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και συζητώντας θρησκευτικά θέματα.

Τις επόμενες ημέρες ο Fernandez πήρε μαζί του και τη Martha, συστήνοντάς τη ως αδελφή του, και οι τρεις μαζί περιηγήθηκαν την πόλη. Η Janet τους επέτρεψε να διανυκτερεύσουν και σπίτι της. Σύντομα ο Reymond πρότεινε στη Janet γάμο κι εκείνη δέχτηκε. Έκαναν σχέδια να μετακομίσουν στο Long Island, όπου η Martha είχε ήδη νοικιάσει ένα διαμέρισμα στον αριθμό 15 της οδού Adeline, στο Valley Stream. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του Ιανουαρίου του 1949, η Janet απέσυρε τις καταθέσεις της από τις τράπεζες, συγκεντρώνοντας πάνω από 6.000 $, σε μετρητά και επιταγές. Ο Fernandez την έπεισε να φύγουν από το Albany.

Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 1949, ο Fernandez, η Beck και η Janet Fay, έφυγαν από το Albany για το Long Island. Όταν έφτασαν στο διαμέρισμα έφαγαν και ετοιμάστηκαν για ύπνο. Ο Fernandez αποκοιμήθηκε πρώτος, αφήνοντας τις δυο γυναίκες στην κουζίνα. Το τι ακριβώς συνέβη ανάμεσά τους δεν θα μαθευτεί ποτέ, γιατί η Martha είπε πολλές διαφορετικές ιστορίες όταν, αργότερα, ανακρίθηκε από την αστυνομία. Είπε όμως σίγουρα πως: «Καιγόμουν από ζήλια και θυμό!». Η Martha είπε επίσης πως, μπαίνοντας στο δωμάτιο του Raymond, είδε τη «Janet γυμνή με το χέρι της γύρω από τον Raymond». Όντας ήδη αναστατωμένη από την προσοχή που έδειχνε ο Raymond στη Janet, η θέα των δύο τους στο κρεβάτι ήταν υπερβολικό για τη Martha να το αντέξει. Σύμφωνα με την κατάθεσή της η Janet ούρλιαξε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ να μείνεις μαζί μας. Είσαι η πιο ξεδιάντροπη σκύλα που έχω συναντήσει στη ζωή μου!». Ακολούθησε φιλονικία κατά την οποία ο Fernandez φέρεται να είπε στη Martha: «Κάνε αυτή τη γυναίκα να σωπάσει. Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα κάνεις, μόνο κάνε τη να σωπάσει».

Η Martha κατέθεσε αργότερα ότι η μνήμη της σκοτείνιασε και δεν θυμόταν τι έγινε. «Το επόμενο που θυμάμαι είναι ο Fernandez να με κρατά απ’ τους ώμους και να με ταρακουνάει», είπε. Το σώμα της Janet κείτονταν στα πόδια της Martha μέσα σε μια λίμνη αίματος. Είχε χτυπηθεί στο κεφάλι με ένα σφυρί και στη συνέχεια στραγγαλιστεί με ένα μαντήλι. Η Martha είπε ότι αμέσως μετά το φόνο έπεσε σε ένα είδος «έκστασης». Το ζευγάρι καθάρισε το δωμάτιο, τύλιξε το σώμα της γυναίκας σε πετσέτες και σεντόνια και το έκρυψε σε μια ντουλάπα. Μετά πήγαν για ύπνο.

Την επόμενη μέρα αγόρασαν ένα μεγάλο μπαούλο, μέσα στο οποίο έβαλαν το πτώμα. Ύστερα πήγαν με το αυτοκίνητο μέχρι το σπίτι της αδελφής του Raymond και την έπεισαν να φυλάξει το μπαούλο για λίγες μέρες στο υπόγειο του σπιτιού της. Μετά από έντεκα ημέρες, ο Raymond πήρε το μπαούλο και το έθαψε στο κελάρι ενός νοικιασμένου σπιτιού. Στη συνέχεια κάλυψε τον τάφο με τσιμέντο. Κατά τη διάρκεια της επόμενης εβδομάδας, εξαργύρωσαν όλες τις επιταγές της Janet και δακτυλογράφησαν γράμματα στην οικογένειά της που έγραφαν «είμαι ενθουσιασμένη και περνάω υπέροχα. Δεν έχω ξανανοιώσει έτσι μέχρι σήμερα, Σύντομα θα γίνω Κα Martin και θα μετακομίσω στη Florida». Υπέγραφαν τα γράμματα ως «Janet L. Fay». Όμως, μέσα στη βιασύνη τους, έκαναν ένα λάθος ζωτικής σημασίας: η Janet δεν ήξερε να δακτυλογραφεί και δεν διέθετε γραφομηχανή. Η οικογένειά της ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία.


Η Delphine και το Μωρό
H Beck και ο Fernandez έφυγαν γρήγορα από το Valley Stream και κατευθύνθηκαν δυτικά, στο Grand Rapids του Michigan, όπου τους περίμενε το επόμενο θύμα τους. Για αρκετές εβδομάδες ο Fernandez αλληλογραφούσε με μια νέα χήρα, την Delphine Downing, 41 ετών, η οποία είχε και μια δίχρονη κόρη, τη Rainelle. Η Delphine ήξερε επίσης τον Fernandez ως «Charles Martin», πετυχημένο επιχειρηματία στον τομέα των εξαγωγών, που είχε αδυναμία στα παιδιά. Έτσι, όταν ο «Charles» έγραψε στη Delphine πως επρόκειτο να την επισκεφτεί, εκείνη χάρηκε ιδιαιτέρως. Δεν ενοχλήθηκε, δε, καθόλου, όταν της είπε ότι θα έφερνε μαζί του και την αδελφή του Martha.

Όταν συναντήθηκαν, στα τέλη του Ιανουαρίου του 1949, η Delphine εντυπωσιάστηκε από τον «Charles» και σκέφτηκε ότι, ενδεχομένως, θα είχαν μέλλον μαζί. Της άρεσαν οι ευγενικοί του τρόποι και το ενδιαφέρον που έδειχνε για τη Rainelle. Πριν τελειώσει ο μήνας είχαν προχωρήσει σε σεξουαλική σχέση, κάτι που έκανε τη Martha να βράζει, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Αλλά η ευτυχία της Delphine δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Ένα πρωί μπήκε στο μπάνιο και είδε τον «Charles» χωρίς το περουκίνι του. Σοκαρίστηκε στη θέα του φαλακρού του κεφαλιού και του άσχημου σημαδιού στην κορυφή του.

Κατηγόρησε τον Fernandez ότι την εξαπάτησε και την απογοήτευσε. Εκείνος επιστράτευσε όλη του τη γοητεία για να την εξευμενίσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Martha, αν και ήταν έξαλλη, παρέμενε ήσυχη, περιμένοντας την κατάσταση να ηρεμήσει. Έπεισε τη Delphine να πάρει υπνωτικό χάπι και να κοιμηθεί. Όταν το χάπι ενήργησε, η Rainelle άρχισε να κλαίει, προφανώς ανήσυχη από την αφύσικη συμπεριφορά της μητέρας της. Η Martha, ήδη έξαλλη με τη Delphine, άρπαξε τη μικρή από το λαιμό και την έσφιξε μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της. Ο Fernandez θύμωσε.

«Όταν ξυπνήσει και δει τις μελανιές στο λαιμό της μικρής, θα πάει στην αστυνομία», είπε.
«Κάνε κάτι, Ray», είπε η Martha. Ο Fernandez πήγε στο διπλανό δωμάτιο και πήρε ένα περίστροφο που ανήκε στον μακαρίτη σύζυγο της Delphine. Το τύλιξε σε μια κουβέρτα, για να πνίξει το θόρυβο της εκπυρσοκρότησης, και έστρεψε την κάνη στο κεφάλι της Delphine. Τράβηξε τη σκανδάλη. Η Delphine πέθανε ακαριαία. Η Rainelle παρακολούθησε τη σκηνή από απόσταση αναπνοής. Ύστερα, τύλιξαν το άψυχο σώμα της Delphine σε σεντόνια και το μετέφεραν στο υπόγειο. Έσκαψαν μια τρύπα στο χωμάτινο δάπεδο και την έριξαν μέσα. Ο Fernandez σκέπασε τον τάφο με τσιμέντο και η Martha καθάρισε σχολαστικά τη σκηνή του εγκλήματος.

Πέρασαν τις επόμενες δύο ημέρες καταστρώνοντας σχέδια για τη διαφυγή τους. Ρευστοποίησαν όλες τις επιταγές που είχε η Delphine και «έγδυσαν» το σπίτι από οτιδήποτε πολύτιμο. Στο μεταξύ η Rainelle έκλαιγε συνέχεια και αρνιόταν να φάει. Συζήτησαν το τι θα έκαναν με τη μικρή, αλλά δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν. Τελικά ο Fernandez είπε στη Martha να την ξεφορτωθεί. «Δεν μπορώ να το κάνω, Ray… δεν μπορώ!», τον ικέτευσε. Αλλά ήδη η Martha είχε χωθεί μέχρι πάνω από το λαιμό σε αυτή την ιστορία. Ήταν συνένοχος σε αρκετούς φόνους και συνέταιρος σε δεκάδες απάτες και κλοπές. Δεν είχε πραγματικό σπίτι και είχε εγκαταλείψει τα παιδιά της για να είναι μ’αυτόν τον εραστή, που τόσο κακή επίδραση είχε πάνω της. Και τώρα, αφού είχαν θάψει ένα ακόμα θύμα τους, o Fernandez ήθελε από εκείνη να κάνει το αδιανόητο. Μπορεί να προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά ο έλεγχός του πάνω της ήταν ολοκληρωτικός. Καθώς η Rainelle συνέχιζε να κλαψουρίζει, η Beck και ο Fernandez γέμισαν με νερό ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο. Ξαφνικά, με μια κίνηση απίστευτης αγριάδας, η Martha άρπαξε το παιδί και κράτησε το κεφάλι του κάτω από το νερό, μέχρι που πνίγηκε. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Fernandez έσκαβε έναν ακόμη τάφο, δίπλα στον πρώτο, στο υπόγειο. Μόνο που αυτός ήταν κατά πολύ μικρότερος.

Αν και πια ήταν ελεύθεροι να φύγουν από την πόλη και να συνεχίσουν αλλού, επέλεξαν να μην το κάνουν. Μάλιστα, πήγαν στον κινηματογράφο. Όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμα άρχισαν να ετοιμάζουν βαλίτσες. Τους διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα και, όταν ο Fernandez την άνοιξε, είδε δυο συνοφρυωμένους αστυνομικούς να στέκονται εμπρός του. Οι υποψιασμένοι γείτονες είχαν ειδοποιήσει την αστυνομία.

Συνεχίζεται